- Μηνύματα
- 30.958
- Reaction score
- 25.642
Γιάννης Πετρίδης: Ένας από τους πιο επιδραστικούς ανθρώπους στον χώρο της μουσικής αφηγείται τη ζωή του στο LIFO.gr
Υπεύθυνος για τη μακροβιότερη ραδιοφωνική εκπομπή, κάτοχος μίας από τις μεγαλύτερες ιδιωτικές μουσικές συλλογές στον κόσμο, αθεράπευτα ερωτευμένος με τη μουσική.
Γεννήθηκα αμέσως μετά τον πόλεμο και τα πρώτα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στη Ζήνωνος, σε ένα σπίτι με τέσσερα δωμάτια, στο καθένα από τα οποία ζούσε και μια οικογένεια, με κοινή κουζίνα και κοινή εξωτερική τουαλέτα. Όταν χώρισαν οι γονείς μου, πήγα με τον πατέρα μου στην Αγια-Σοφιά στον Πειραιά, σε μια συνοικία που θύμιζε επαρχία, με μπάλα στους δρόμους και γειτόνισσες που έβγαιναν και κουτσομπόλευαν τα απογεύματα. Μετά μετακομίσαμε στην Άνω Κυψέλη, στα Τουρκοβούνια, όπου έζησα από το '53 μέχρι και τη δεκαετία του '70. Ο πατέρας μου ήταν κουρέας, είχε κουρείο στη Ζωοδόχου Πηγής και, μεγαλώνοντας, όλη μου η επαφή με τον έξω κόσμο ήταν τα Εξάρχεια της δεκαετίας του '50 και του '60. Δεν είχαμε καθόλου χρήματα, το κουρείο της εποχής εκείνης δεν έχει καμία σχέση με τα σημερινά κομμωτήρια. Μετά το σχολείο πήγαινα και σκούπιζα τους πελάτες για να βγάλω χαρτζιλίκι και περνούσα την υπόλοιπη μέρα ανάμεσα στους πελάτες – κάποιοι ήταν σπουδαία ονόματα από τον χώρο της πολιτικής και του πολιτισμού. Ένας από αυτούς, που ήταν φίλος με τον πατέρα μου, ήταν ο Μάνος Κατράκης και οι συζητήσεις που άκουγα, όταν με έπαιρναν μαζί τους στις ταβέρνες, σε συνδυασμό με την παραμονή μου στο κουρείο έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου.
Πήγα στο Β' Γυμνάσιο, ένα θρυλικό γυμνάσιο με έναν γυμνασιάρχη πολύ αυστηρό, τον κ. Πάτρα, και έμεινα στις δύο πρώτες τάξεις. Το σχολείο ήταν δύσκολο για μένα, επειδή δούλευα τα απογεύματα, αλλά ευτυχώς γρήγορα με μετέφεραν σε νυχτερινό, στο Όγδοο στην Πατησίων, στην πλατεία Αμερικής. Στην εφηβεία μου δούλευα, διάβαζα τα απογεύματα και μετά πήγαινα στο σχολείο με τα πόδια από τα Τουρκοβούνια και γύρναγα πάλι με τα πόδια για να γλιτώσω το εισιτήριο, διασχίζοντας δύο φορές το βουνό. Το βράδυ έκανα μία ώρα να φτάσω στο σπίτι μου, αλλά δεν με ενοχλούσε καθόλου, γιατί οι περισσότεροι νέοι μεγάλωναν με αυτό τον τρόπο.
Δεν θα μπορούσα να ονειρευτώ καν όλα όσα έζησα και δεν θα ήθελα τίποτε άλλο από τη ζωή μου. Δεν θα άλλαζα τίποτα. Δύο φορές τον χρόνο κάνω τη διαδρομή από το Λος Άντζελες στο Σαν Φρανσίσκο γιατί είμαι τρελός με την Beat Generation, τον Κέρουακ, τον Γκίνσμπεργκ, τον Στάινμπεκ και τον Μίλερ.
Αγαπούσα πολύ το σινεμά κι έτρεχα να δω τις ταινίες στο κέντρο της Αθήνας (στο Τιτάνια, στον Ορφέα και σε όλα τα άλλα), και μετά πήγαινα στα δισκάδικα για να ακούσω δίσκους. Δεν είχα χρήματα να αγοράσω, αλλά υπήρχε το Mambo, στην αρχή της Πανεπιστημίου, στην Ομόνοια, όπου μπορούσες να ακούσεις τα καινούργια με ακουστικά. Ή έμπαινες σε ένα δωματιάκι και άκουγες τον δίσκο που θα αγόραζες. Τη δισκοθήκη μου την ξεκίνησα από τα μαγαζιά στο Μοναστηράκι, παίρνοντας δίσκους από δεύτερο χέρι σε μια εποχή που κανείς δεν ενδιαφερόταν να κάνει συλλογή τραγουδιών, και μάλιστα στο ρεπερτόριο που ενδιέφερε εμένα: τα ξένα τραγούδια. Έτσι, έχω πάρει χιλιάδες δίσκους με το χαρτζιλίκι της εβδομάδας.
Το πιο μεγάλο μέρος της δισκοθήκης μου το έκανα τη δεκαετία του '70, τα Σαββατοκύριακα, από τους δίσκους Αμερικανών της Αμερικάνικης Βάσης που ξαναγύριζαν στην πατρίδα τους ή έπαιρναν μετάθεση για κάπου αλλού. Κάθε Παρασκευή υπήρχαν στα «Νέα» αγγελίες ανθρώπων που μετακόμιζαν και πουλούσαν τα πράγματά τους, ανάμεσα σε αυτά και δίσκους που ήταν απόλυτα δυσεύρετοι τότε στην Ελλάδα. Πηγαίναμε με τον Κώστα Ζουγρή και τριγυρνάγαμε πάνω-κάτω τους δρόμους της Γλυφάδας μέχρι να βρούμε τις διευθύνσεις αυτών που έφευγαν και ο ενθουσιασμός μας, όταν παίρναμε στα χέρια μας κάποια άλμπουμ, ήταν τεράστιος. Εδώ δεν τα ήξερε κανείς.
29.4.2017
Μισό αιώνα μετά, ο Γιάννης Πετρίδης κι ο Κώστας Ζουγρής θυμούνται τα καλύτερα τραγούδια του 1967
Ήμουν από μικρός του διαβάσματος και όνειρό μου, όταν ήμουν παιδί, ήταν να έχω το δικό μου περιοδικό. Έφτιαχνα έτσι ένα περιοδικάκι με καλλιτεχνικά νέα, αθλητικά, ακόμα και διάφορα για το σκάκι, που το διάβαζα στα πιτσιρίκια της γειτονιάς στην Άνω Κυψέλη. Έλεγα ότι αυτή ήταν η εφημερίδα της εποχής. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα έφτιαχνα αργότερα το «Ποπ & Ροκ» και θα έμπαινα στη δημοσιογραφία.
Αυτό που άκουγα τη δεκαετία του '50 και του '60 ήταν το Δεύτερο Πρόγραμμα, που διαμόρφωσε την άποψή μου για το ελληνικό τραγούδι. Ήμουν τυχερός που μεγάλωσα σε μία από τις καλύτερες εικοσαετίες για το ξένο και το ελληνικό τραγούδι, από τα μέσα του '50 μέχρι το '75. Ήμουν οπαδός του ελληνικού τραγουδιού του '50: Μαίρη Λω, Νάνα Μούσχουρη, όσων έπαιζε το ραδιόφωνο του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη, των καταπληκτικών τραγουδιών των δύο κορυφαίων συνθετών. Τότε δεν ξέραμε τι είναι ο κάθε συνθέτης και αν ψάξετε στις εφημερίδες της εποχής, ελάχιστα πράγματα γράφονταν για τη μουσική. Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν από τα πρώτα πράγματα που άκουσα στο φεστιβάλ ελαφρού τραγουδιού που γινόταν τότε. Χαίρομαι που στα παιδικά μου χρόνια πήγαινα κι έβλεπα τις συναυλίες που έδινε ο Μίκης το '60 σε διάφορες συνοικίες της Αθήνας. Θυμάμαι πως όταν πήγαινα στο νυχτερινό γυμνάσιο είχαμε κάνει σκασιαρχείο με έναν φίλο μου για να δούμε το Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού του Θεοδωράκη, όπου έπαιζαν ο Μάνος Κατράκης και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Ήταν μεγάλη μου αγάπη το θέατρο και οι γονείς μου με πήγαιναν από μικρό, κυρίως σε επιθεωρήσεις. Στις επιθεωρήσεις εκείνης της εποχής έπαιζαν καταπληκτικά ονόματα του κινηματογράφου, ο Φωτόπουλος, ο Ηλιόπουλος, η Ρένα Βλαχοπούλου, η Σπεράντζα Βρανά, η Μαίρη Λίντα, κι εμείς, η πιτσιρικαρία, πηγαίναμε μπροστά την ώρα που έβγαιναν η Σπεράντζα Βρανά και η Μάγια Μελάγια με τα φτερά και τα σκισίματα στα φορέματα για να δούμε τα μπούτια τους και τα πόδια τους. Δεν ήταν εύκολο να βρεις γυναίκα να δείχνει τα πόδια της εκείνη την εποχή. Ήμουν φανατικός του ζευγαριού Λαμπέτη-Χορν κι έχω δει τις περισσότερες από τις σπουδαίες παραστάσεις στις οποίες ήταν το πρωταγωνιστικό ζευγάρι. Είμαι ευτυχισμένος που έχω δει την Κατίνα Παξινού στο θέατρο, στη Μάνα Κουράγιο, και πάντα θα με συνοδεύει στη ζωή μου ο τρόπος που διάβαζε στο ραδιόφωνο τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη. Τη διάβαζε με τέτοιον επιβλητικό τρόπο, που έτρεμα από τον φόβο και κουκουλωνόμουν κάτω από τα σκεπάσματα στις τρομακτικές σκηνές. Τόσο πολύ είχα φοβηθεί μόνο όταν είδα ανυποψίαστος το Ψυχώ του Χίτσκοκ στο σινεμά. Είχα πάει στον εξώστη στα 17 να το δω, ένα παιδί που δεν είχε ξαναδεί τέτοιες ταινίες. Την ίδια εποχή έβλεπα και Φελίνι και Μπέργκμαν, αλλά, από την άλλη, μου άρεσαν και οι Δράκουλες του Κρίστοφερ Λι και τα καουμπόικα του Σέρτζιο Λεόνε. Όλα τα έβλεπα. Ήξερα σε τι με βοηθάει ο Φελίνι και ο Μπέργκμαν, αλλά διασκέδαζα βλέποντας ταινίες που ίσως τότε δεν τις είχαν σε υπόληψη.
Υπεύθυνος για τη μακροβιότερη ραδιοφωνική εκπομπή, κάτοχος μίας από τις μεγαλύτερες ιδιωτικές μουσικές συλλογές στον κόσμο, αθεράπευτα ερωτευμένος με τη μουσική.
Γεννήθηκα αμέσως μετά τον πόλεμο και τα πρώτα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στη Ζήνωνος, σε ένα σπίτι με τέσσερα δωμάτια, στο καθένα από τα οποία ζούσε και μια οικογένεια, με κοινή κουζίνα και κοινή εξωτερική τουαλέτα. Όταν χώρισαν οι γονείς μου, πήγα με τον πατέρα μου στην Αγια-Σοφιά στον Πειραιά, σε μια συνοικία που θύμιζε επαρχία, με μπάλα στους δρόμους και γειτόνισσες που έβγαιναν και κουτσομπόλευαν τα απογεύματα. Μετά μετακομίσαμε στην Άνω Κυψέλη, στα Τουρκοβούνια, όπου έζησα από το '53 μέχρι και τη δεκαετία του '70. Ο πατέρας μου ήταν κουρέας, είχε κουρείο στη Ζωοδόχου Πηγής και, μεγαλώνοντας, όλη μου η επαφή με τον έξω κόσμο ήταν τα Εξάρχεια της δεκαετίας του '50 και του '60. Δεν είχαμε καθόλου χρήματα, το κουρείο της εποχής εκείνης δεν έχει καμία σχέση με τα σημερινά κομμωτήρια. Μετά το σχολείο πήγαινα και σκούπιζα τους πελάτες για να βγάλω χαρτζιλίκι και περνούσα την υπόλοιπη μέρα ανάμεσα στους πελάτες – κάποιοι ήταν σπουδαία ονόματα από τον χώρο της πολιτικής και του πολιτισμού. Ένας από αυτούς, που ήταν φίλος με τον πατέρα μου, ήταν ο Μάνος Κατράκης και οι συζητήσεις που άκουγα, όταν με έπαιρναν μαζί τους στις ταβέρνες, σε συνδυασμό με την παραμονή μου στο κουρείο έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου.
Πήγα στο Β' Γυμνάσιο, ένα θρυλικό γυμνάσιο με έναν γυμνασιάρχη πολύ αυστηρό, τον κ. Πάτρα, και έμεινα στις δύο πρώτες τάξεις. Το σχολείο ήταν δύσκολο για μένα, επειδή δούλευα τα απογεύματα, αλλά ευτυχώς γρήγορα με μετέφεραν σε νυχτερινό, στο Όγδοο στην Πατησίων, στην πλατεία Αμερικής. Στην εφηβεία μου δούλευα, διάβαζα τα απογεύματα και μετά πήγαινα στο σχολείο με τα πόδια από τα Τουρκοβούνια και γύρναγα πάλι με τα πόδια για να γλιτώσω το εισιτήριο, διασχίζοντας δύο φορές το βουνό. Το βράδυ έκανα μία ώρα να φτάσω στο σπίτι μου, αλλά δεν με ενοχλούσε καθόλου, γιατί οι περισσότεροι νέοι μεγάλωναν με αυτό τον τρόπο.
Δεν θα μπορούσα να ονειρευτώ καν όλα όσα έζησα και δεν θα ήθελα τίποτε άλλο από τη ζωή μου. Δεν θα άλλαζα τίποτα. Δύο φορές τον χρόνο κάνω τη διαδρομή από το Λος Άντζελες στο Σαν Φρανσίσκο γιατί είμαι τρελός με την Beat Generation, τον Κέρουακ, τον Γκίνσμπεργκ, τον Στάινμπεκ και τον Μίλερ.
Αγαπούσα πολύ το σινεμά κι έτρεχα να δω τις ταινίες στο κέντρο της Αθήνας (στο Τιτάνια, στον Ορφέα και σε όλα τα άλλα), και μετά πήγαινα στα δισκάδικα για να ακούσω δίσκους. Δεν είχα χρήματα να αγοράσω, αλλά υπήρχε το Mambo, στην αρχή της Πανεπιστημίου, στην Ομόνοια, όπου μπορούσες να ακούσεις τα καινούργια με ακουστικά. Ή έμπαινες σε ένα δωματιάκι και άκουγες τον δίσκο που θα αγόραζες. Τη δισκοθήκη μου την ξεκίνησα από τα μαγαζιά στο Μοναστηράκι, παίρνοντας δίσκους από δεύτερο χέρι σε μια εποχή που κανείς δεν ενδιαφερόταν να κάνει συλλογή τραγουδιών, και μάλιστα στο ρεπερτόριο που ενδιέφερε εμένα: τα ξένα τραγούδια. Έτσι, έχω πάρει χιλιάδες δίσκους με το χαρτζιλίκι της εβδομάδας.
Το πιο μεγάλο μέρος της δισκοθήκης μου το έκανα τη δεκαετία του '70, τα Σαββατοκύριακα, από τους δίσκους Αμερικανών της Αμερικάνικης Βάσης που ξαναγύριζαν στην πατρίδα τους ή έπαιρναν μετάθεση για κάπου αλλού. Κάθε Παρασκευή υπήρχαν στα «Νέα» αγγελίες ανθρώπων που μετακόμιζαν και πουλούσαν τα πράγματά τους, ανάμεσα σε αυτά και δίσκους που ήταν απόλυτα δυσεύρετοι τότε στην Ελλάδα. Πηγαίναμε με τον Κώστα Ζουγρή και τριγυρνάγαμε πάνω-κάτω τους δρόμους της Γλυφάδας μέχρι να βρούμε τις διευθύνσεις αυτών που έφευγαν και ο ενθουσιασμός μας, όταν παίρναμε στα χέρια μας κάποια άλμπουμ, ήταν τεράστιος. Εδώ δεν τα ήξερε κανείς.
29.4.2017
Μισό αιώνα μετά, ο Γιάννης Πετρίδης κι ο Κώστας Ζουγρής θυμούνται τα καλύτερα τραγούδια του 1967
Ήμουν από μικρός του διαβάσματος και όνειρό μου, όταν ήμουν παιδί, ήταν να έχω το δικό μου περιοδικό. Έφτιαχνα έτσι ένα περιοδικάκι με καλλιτεχνικά νέα, αθλητικά, ακόμα και διάφορα για το σκάκι, που το διάβαζα στα πιτσιρίκια της γειτονιάς στην Άνω Κυψέλη. Έλεγα ότι αυτή ήταν η εφημερίδα της εποχής. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα έφτιαχνα αργότερα το «Ποπ & Ροκ» και θα έμπαινα στη δημοσιογραφία.
Αυτό που άκουγα τη δεκαετία του '50 και του '60 ήταν το Δεύτερο Πρόγραμμα, που διαμόρφωσε την άποψή μου για το ελληνικό τραγούδι. Ήμουν τυχερός που μεγάλωσα σε μία από τις καλύτερες εικοσαετίες για το ξένο και το ελληνικό τραγούδι, από τα μέσα του '50 μέχρι το '75. Ήμουν οπαδός του ελληνικού τραγουδιού του '50: Μαίρη Λω, Νάνα Μούσχουρη, όσων έπαιζε το ραδιόφωνο του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη, των καταπληκτικών τραγουδιών των δύο κορυφαίων συνθετών. Τότε δεν ξέραμε τι είναι ο κάθε συνθέτης και αν ψάξετε στις εφημερίδες της εποχής, ελάχιστα πράγματα γράφονταν για τη μουσική. Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν από τα πρώτα πράγματα που άκουσα στο φεστιβάλ ελαφρού τραγουδιού που γινόταν τότε. Χαίρομαι που στα παιδικά μου χρόνια πήγαινα κι έβλεπα τις συναυλίες που έδινε ο Μίκης το '60 σε διάφορες συνοικίες της Αθήνας. Θυμάμαι πως όταν πήγαινα στο νυχτερινό γυμνάσιο είχαμε κάνει σκασιαρχείο με έναν φίλο μου για να δούμε το Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού του Θεοδωράκη, όπου έπαιζαν ο Μάνος Κατράκης και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Ήταν μεγάλη μου αγάπη το θέατρο και οι γονείς μου με πήγαιναν από μικρό, κυρίως σε επιθεωρήσεις. Στις επιθεωρήσεις εκείνης της εποχής έπαιζαν καταπληκτικά ονόματα του κινηματογράφου, ο Φωτόπουλος, ο Ηλιόπουλος, η Ρένα Βλαχοπούλου, η Σπεράντζα Βρανά, η Μαίρη Λίντα, κι εμείς, η πιτσιρικαρία, πηγαίναμε μπροστά την ώρα που έβγαιναν η Σπεράντζα Βρανά και η Μάγια Μελάγια με τα φτερά και τα σκισίματα στα φορέματα για να δούμε τα μπούτια τους και τα πόδια τους. Δεν ήταν εύκολο να βρεις γυναίκα να δείχνει τα πόδια της εκείνη την εποχή. Ήμουν φανατικός του ζευγαριού Λαμπέτη-Χορν κι έχω δει τις περισσότερες από τις σπουδαίες παραστάσεις στις οποίες ήταν το πρωταγωνιστικό ζευγάρι. Είμαι ευτυχισμένος που έχω δει την Κατίνα Παξινού στο θέατρο, στη Μάνα Κουράγιο, και πάντα θα με συνοδεύει στη ζωή μου ο τρόπος που διάβαζε στο ραδιόφωνο τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη. Τη διάβαζε με τέτοιον επιβλητικό τρόπο, που έτρεμα από τον φόβο και κουκουλωνόμουν κάτω από τα σκεπάσματα στις τρομακτικές σκηνές. Τόσο πολύ είχα φοβηθεί μόνο όταν είδα ανυποψίαστος το Ψυχώ του Χίτσκοκ στο σινεμά. Είχα πάει στον εξώστη στα 17 να το δω, ένα παιδί που δεν είχε ξαναδεί τέτοιες ταινίες. Την ίδια εποχή έβλεπα και Φελίνι και Μπέργκμαν, αλλά, από την άλλη, μου άρεσαν και οι Δράκουλες του Κρίστοφερ Λι και τα καουμπόικα του Σέρτζιο Λεόνε. Όλα τα έβλεπα. Ήξερα σε τι με βοηθάει ο Φελίνι και ο Μπέργκμαν, αλλά διασκέδαζα βλέποντας ταινίες που ίσως τότε δεν τις είχαν σε υπόληψη.