Maria Pentagiotissa
Επίτιμο μέλος
- Μηνύματα
- 15.781
- Reaction score
- 343
Με αφορμή τη συζήτηση που γίνεται σε άλλο topic σχετικά με την ποιότητα των στίχων ελληνικών τραγουδιών άλλοτε και σήμερα, θα παραθέσω εδώ μερικούς από τους στίχους του γνωστού θεατρικού κριτικού και φιλόλογου Κώστα Γεωργουσόπουλου, που έγινε γνωστός ως στιχουργός με το ψευδώνυμο Κ.Χ.Μύρης.
Στίχοι μελοποιημένοι από το Γιάννη Μαρκόπουλο και τραγουδισμένοι σε εποχές δύσκολες, πολλές φορές παραλλαγμένοι στη δημόσια εκτέλεση, πάντα ενδεικτικοί του έργου που παράγεται όταν η γραφίδα οδηγείται από την ψυχή και όχι από το λογαριασμό στην τράπεζα...
π.Χ. (Ο Γίγαντας)
Στα πίσω χρόνια τα πικρά
οπού φωτιά δεν είχε
ο κόσμος στις βαθιές σπηλιές
τ' αλέτρι δεν κατείχε.
Μα μιάν αυγή, μια Κυριακή
μια 'πίσημον ημέρα
γεμίσανε τα φυσερά
λυτρωτικόν αέρα.
Κατέβηκεν ο Γίγαντας
μ' ένα δαδί στο χέρι
έριξε φώτα στις σπηλιές
και χάρηκε τ' ασκέρι.
Πήραν φωτιά τα σύδεντρα
τα σίδερα ελυγίσαν
η γης οργώθηκε καλά
και τα φυτά εκαρπίσαν.
Πρωί πρωί τον πιάσανε
το γίγαντα και πάνε
στον Καύκασο ξημέρωνε
τρία πουλιά περνάνε.
Πουλιά μου διαβατάρικα
τι βλέπετε στις στράτες,
τι κουβαλάει ο γίγαντας
στις σιδερένιες πλάτες;
Μπροστά πηγαίνει ο σιδεράς
με το σφυρί στο χέρι,
ξωπίσω του ο κλειδαράς
της μοναξιάς του ταίρι.
Ο πιο μικρός ο πιο σκυφτός
ο πιο σκληρός στο πλάι
αυτός κρατάει τα σύνεργα
γελάει μα δε μιλάει.
Καρφώσανε το γίγαντα
στο βράχο του Καυκάσου
τρία πουλάκια πέρασαν
και του 'λεγαν: Στοχάσου.
1922 ( Στους χρόνους της καταστροφής )
Στους χρόνους της καταστροφής
εικοσιδυό και πέρα
φονιάδες παραμόνευαν
το γέρο μου πατέρα.
Οι τοίχοι γέμιζαν αυτιά
οι νύχτες κρύα μάτια
οι πόρτες κρύβανε φωνές
σκιές τα σκαλοπάτια.
Πικροί καιροί σημαδιακοί
με δάκρυα κι αλάτι
με του δασκάλου τη φωνή
το χέρι του εργάτη.
Μαζί με κείνους στο σταυρό
παρά να προσκυνήσω
παρά να πάω μπρός σκυφτός
ορθός να πολεμήσω.
Τα χέρια νά ‘ναι σίδερα
και θα γυρίσει η σφαίρα
θα φέρει κάτω το φονιά
και πάνω τον πατέρα
1940 ( Πόσα χρόνια δίσεχτα )
Πόσα χρόνια δίσεχτα μέσα σε μιαν ώρα
βάσταξες αδάκρυτη, μάνα Παναγιά.
Πόσα βόλια σπείρανε, γιε μου, σε μιαν ώρα
και σε μαρμαρώσανε στην ξερολιθιά.
Μέσα στα ερείπια στέκει σαν αηδόνα
το καταμεσήμερο και θρηνολογεί.
Κάλεσε το Χάροντα σε κρυφό αγώνα
πες και στη Χαρόντισσα να σε λυπηθεί.
Κάποια ξημερώματα σε μακρύ τραπέζι
θά ‘ρθουν να καθίσουνε μάνες και παιδιά.
Μέρα αναστάσιμη κι ο λαός θα παίζει
τα πολλά τραγούδια του για τη λευτεριά
1944 ( Ήταν ο τόπος μου )
Ήταν ο τόπος μου βράχος και χώματα ήλιος και μαύρο κρασί
Όργωνα θέριζα και με τον Όμηρο σε τραγουδούσα, λαέ μου
Πάνω στα κύματα
νύχτες ολόκληρες
σε ονειρεύτηκα.
Ήταν τα σπίτια μου άσπρα γαρίφαλα και τα κορίτσια σεμνά.
Είχαν αρμύρα στα χείλη στα μάτια τους καίγανε την οικουμένη
και τα παιδιά μου
με μια φυσαρμόνικα
τα ξελογιάζανε.
Ήταν ο τόπος μου σαν το χαμόγελο, όνειρο καθημερνό.
Κάποιος τον πούλησε, κάποιος τον ρήμαξε σαν δανεισμένη πραμάτεια.
Τώρα τ' αγόρια μου
παίζουν το θάνατο
στα χαρακώματα.
1946 ( Ο γερο-δάσκαλος )
Ο γερο-δάσκαλος ποιος τον θυμάται
τον ανεξύπνητο ύπνο κοιμάται
τον ξενυχτάνε δυο χωριανοί.
Οι νέοι σκόρπισαν στα καφενεία
δυο τρεις που πήγανε στην εκκλησία
δε βγάλαν λόγο για τη θανή.
Ο ψάλτης βιάζονταν είχε βαφτίσια
βουβά τον θάψανε στα κυπαρίσσια
και τον ξεχάσανε πολύ καιρό.
Ο δασοφύλακας τον άλλο χρόνο
κάρφωσε κάγκελα κι έφτιαξε μόνο
με δυο σανίδια ένα σταυρό.
Κάποιος αργόσχολος ειρηνοδίκης
βρήκε το κείμενο της διαθήκης
όπου διαβάσαμε το λόγο αυτό:
Στον τάφο θά ‘θελα σαν θα πεθάνω
πως ήμουν δάσκαλος να γράψουν πάνω
και δίχως λάθη παρακαλώ.
1950 ( Καφενείον "Η Ελλάς" )
Στο καφενείον "Η ΕΛΛΑΣ" ο σαλτιμπάγκος
πουλά τα νούμερα φτηνά
δραχμή τα ακροβατικά
οι αλυσίδες δωρεάν
το πήδημα θανάτου δυο δραχμές
το πήδημα θανάτου δυο δραχμές χωρίς σκοινιά
...περάστε κόσμε.
Ασώματος η κεφαλή περάστε κόσμε
τη βρήκανε στην Αφρική
καπνίζει, πίνει και πονά
τρελαίνεται για μουσική
χορεύει με τα μάτια, δυο δραχμές
χορεύει με τα μάτια, δυο δραχμές, ποιος θα τη δει;
...περάστε κόσμε.
Στο καφενείον "Η ΕΛΛΑΣ" οι θεατρίνοι
μ' ασετυλίνη και κεριά
την Γκόλφω παίζουν στα παιδιά
με φουστανέλες δανεικές
και δάκρυ πληρωμένο δυο αυγά
και δάκρυ πληρωμένο δυο αυγά και τρεις δραχμές
...περάστε κόσμε
Στίχοι μελοποιημένοι από το Γιάννη Μαρκόπουλο και τραγουδισμένοι σε εποχές δύσκολες, πολλές φορές παραλλαγμένοι στη δημόσια εκτέλεση, πάντα ενδεικτικοί του έργου που παράγεται όταν η γραφίδα οδηγείται από την ψυχή και όχι από το λογαριασμό στην τράπεζα...
Άλμπουμ: ΧΡΟΝΙΚΟ – Συνθέτης: Γιάννης Μαρκόπουλος, ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης – Μαρία Δημητριάδη
Στα πίσω χρόνια τα πικρά
οπού φωτιά δεν είχε
ο κόσμος στις βαθιές σπηλιές
τ' αλέτρι δεν κατείχε.
Μα μιάν αυγή, μια Κυριακή
μια 'πίσημον ημέρα
γεμίσανε τα φυσερά
λυτρωτικόν αέρα.
Κατέβηκεν ο Γίγαντας
μ' ένα δαδί στο χέρι
έριξε φώτα στις σπηλιές
και χάρηκε τ' ασκέρι.
Πήραν φωτιά τα σύδεντρα
τα σίδερα ελυγίσαν
η γης οργώθηκε καλά
και τα φυτά εκαρπίσαν.
Πρωί πρωί τον πιάσανε
το γίγαντα και πάνε
στον Καύκασο ξημέρωνε
τρία πουλιά περνάνε.
Πουλιά μου διαβατάρικα
τι βλέπετε στις στράτες,
τι κουβαλάει ο γίγαντας
στις σιδερένιες πλάτες;
Μπροστά πηγαίνει ο σιδεράς
με το σφυρί στο χέρι,
ξωπίσω του ο κλειδαράς
της μοναξιάς του ταίρι.
Ο πιο μικρός ο πιο σκυφτός
ο πιο σκληρός στο πλάι
αυτός κρατάει τα σύνεργα
γελάει μα δε μιλάει.
Καρφώσανε το γίγαντα
στο βράχο του Καυκάσου
τρία πουλάκια πέρασαν
και του 'λεγαν: Στοχάσου.
1922 ( Στους χρόνους της καταστροφής )
Στους χρόνους της καταστροφής
εικοσιδυό και πέρα
φονιάδες παραμόνευαν
το γέρο μου πατέρα.
Οι τοίχοι γέμιζαν αυτιά
οι νύχτες κρύα μάτια
οι πόρτες κρύβανε φωνές
σκιές τα σκαλοπάτια.
Πικροί καιροί σημαδιακοί
με δάκρυα κι αλάτι
με του δασκάλου τη φωνή
το χέρι του εργάτη.
Μαζί με κείνους στο σταυρό
παρά να προσκυνήσω
παρά να πάω μπρός σκυφτός
ορθός να πολεμήσω.
Τα χέρια νά ‘ναι σίδερα
και θα γυρίσει η σφαίρα
θα φέρει κάτω το φονιά
και πάνω τον πατέρα
1940 ( Πόσα χρόνια δίσεχτα )
Πόσα χρόνια δίσεχτα μέσα σε μιαν ώρα
βάσταξες αδάκρυτη, μάνα Παναγιά.
Πόσα βόλια σπείρανε, γιε μου, σε μιαν ώρα
και σε μαρμαρώσανε στην ξερολιθιά.
Μέσα στα ερείπια στέκει σαν αηδόνα
το καταμεσήμερο και θρηνολογεί.
Κάλεσε το Χάροντα σε κρυφό αγώνα
πες και στη Χαρόντισσα να σε λυπηθεί.
Κάποια ξημερώματα σε μακρύ τραπέζι
θά ‘ρθουν να καθίσουνε μάνες και παιδιά.
Μέρα αναστάσιμη κι ο λαός θα παίζει
τα πολλά τραγούδια του για τη λευτεριά
1944 ( Ήταν ο τόπος μου )
Ήταν ο τόπος μου βράχος και χώματα ήλιος και μαύρο κρασί
Όργωνα θέριζα και με τον Όμηρο σε τραγουδούσα, λαέ μου
Πάνω στα κύματα
νύχτες ολόκληρες
σε ονειρεύτηκα.
Ήταν τα σπίτια μου άσπρα γαρίφαλα και τα κορίτσια σεμνά.
Είχαν αρμύρα στα χείλη στα μάτια τους καίγανε την οικουμένη
και τα παιδιά μου
με μια φυσαρμόνικα
τα ξελογιάζανε.
Ήταν ο τόπος μου σαν το χαμόγελο, όνειρο καθημερνό.
Κάποιος τον πούλησε, κάποιος τον ρήμαξε σαν δανεισμένη πραμάτεια.
Τώρα τ' αγόρια μου
παίζουν το θάνατο
στα χαρακώματα.
1946 ( Ο γερο-δάσκαλος )
Ο γερο-δάσκαλος ποιος τον θυμάται
τον ανεξύπνητο ύπνο κοιμάται
τον ξενυχτάνε δυο χωριανοί.
Οι νέοι σκόρπισαν στα καφενεία
δυο τρεις που πήγανε στην εκκλησία
δε βγάλαν λόγο για τη θανή.
Ο ψάλτης βιάζονταν είχε βαφτίσια
βουβά τον θάψανε στα κυπαρίσσια
και τον ξεχάσανε πολύ καιρό.
Ο δασοφύλακας τον άλλο χρόνο
κάρφωσε κάγκελα κι έφτιαξε μόνο
με δυο σανίδια ένα σταυρό.
Κάποιος αργόσχολος ειρηνοδίκης
βρήκε το κείμενο της διαθήκης
όπου διαβάσαμε το λόγο αυτό:
Στον τάφο θά ‘θελα σαν θα πεθάνω
πως ήμουν δάσκαλος να γράψουν πάνω
και δίχως λάθη παρακαλώ.
1950 ( Καφενείον "Η Ελλάς" )
Στο καφενείον "Η ΕΛΛΑΣ" ο σαλτιμπάγκος
πουλά τα νούμερα φτηνά
δραχμή τα ακροβατικά
οι αλυσίδες δωρεάν
το πήδημα θανάτου δυο δραχμές
το πήδημα θανάτου δυο δραχμές χωρίς σκοινιά
...περάστε κόσμε.
Ασώματος η κεφαλή περάστε κόσμε
τη βρήκανε στην Αφρική
καπνίζει, πίνει και πονά
τρελαίνεται για μουσική
χορεύει με τα μάτια, δυο δραχμές
χορεύει με τα μάτια, δυο δραχμές, ποιος θα τη δει;
...περάστε κόσμε.
Στο καφενείον "Η ΕΛΛΑΣ" οι θεατρίνοι
μ' ασετυλίνη και κεριά
την Γκόλφω παίζουν στα παιδιά
με φουστανέλες δανεικές
και δάκρυ πληρωμένο δυο αυγά
και δάκρυ πληρωμένο δυο αυγά και τρεις δραχμές
...περάστε κόσμε