- Μηνύματα
- 25.497
- Reaction score
- 21.895
Ανεξαρτήτως της τριβής που έχει καθένας μας με το αντικείμενο της υψηλής πιστότητας, ή, καλύτερα, των συσκευών οικιακής διασκέδασης, οι περισσότεροι ασφαλώς θα έχετε παρατηρήσει πως τα μοντέλα ηχείων που κυκλοφορούν στην αγορά είναι μακράν πολλαπλάσια από αυτά άλλων σχετικών συσκευών, όπως ας πούμε οι ενισχυτές, ή οι βιντεοπροβολείς. Ο λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό ίσως να εντοπίζεται στο γεγονός, πως τα ηχεία είναι μεν μετατροπείς ενέργειας, και ως εκ τούτου δύσκολα υλοποιούνται με ορθό τρόπο, αλλ’ από την άλλη, η λειτουργία τους εντάσσεται σε μια διαδικασία αναπαραγωγής του φυσικού φαινομένου του ήχου, μια διαδικασία σχετικά εύκολη.
Η φυσική και υποκειμενική υπόσταση των πραγμάτων
Ο ήχος είναι κατά βάσιν το ένα από τα δύο φυσικά φαινόμενα, μέσω της αντίληψης των οποίων προσδιοριζόμεθα και τοποθετούμεθα στο χώρο, ενώ, φυσικά, το άλλο φυσικό μέγεθος είναι το φως. Ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίον αυτά τα δύο μεγέθη επιδρούν στην αντιληπτική μας σφαίρα, εκ των πραγμάτων, έχουν μεταξύ τους δύο θεμελιώδεις διαφορές: ο μεν ήχος είναι μηχανική ταλάντωση πολύ χαμηλής συχνότητας, πρακτικά της ελάχιστης δυνατής, ενώ το φως είναι ηλεκτρομαγνητική ταλάντωση, συχνότητας κατά πολλές τάξεις μεγέθους μεγαλύτερης από αυτήν του ήχου. Έτσι, ενώ ο ήχος μπορεί να προσδιορισθεί ως μια αλληλουχία πυκνώσεων και αραιώσεων του αέρα (κατά κύριο λόγο), οι οποίες έχουν συχνότητα από 1 – 20000Hz (ολογράφως, έως είκοσι χιλιάδες Χερτς), και διεγείρουν μηχανικά το αντίστοιχο αισθητήριο όργανο, το φως προσδιορίζεται ως το ηλεκτρομαγνητικό κύμα, του οποίου η συχνότητα εντοπίζεται σε ένα στενό φάσμα γύρω από τα 600THz, (ολογράφως, εξακόσια τεραχέρτς, εξακόσια εκατομμύρια μεγαχέρτς), και διεγείρει ηλεκτρομαγνητικά το οπτικό αισθητήριο. Μιλώντας με τάξεις μεγέθους, η συχνότητα του ήχου εκτείνεται ένθεν και ένθεν των 10^4 Hz, ενώ η συχνότητα του φωτός κυμαίνεται ανάμεσα στους 10^14 και 10^15 Hz, δηλαδή, η συχνότητα της ταλάντωσης του φωτός είναι δέκα τάξεις μεγέθους, δέκα τρισεκατομμύρια φορές υψηλότερη από αυτήν του ήχου.
Πέραν αυτών των φυσικών διαφορών, τα δύο αυτά μεγέθη διαφέρουν και ως προς τη σχετικότητα του ρόλου τους μέσα στο μηχανισμό, μέσω του οποίου επιδρούν και διεγείρουν τα αισθητήρια της όρασης και της ακοής. Δηλαδή, το φως αξιοποιείται από τις αισθήσεις μας ως μέγεθος εξ ανακλάσεως, μέσω της οποίας μπορούμε να αντιληφθούμε την παρουσία ενός στερεού αντικειμένου στο χώρο, με την πηγή του φωτός να είναι είτε ο πλησιέστερος αστέρας προς τη γη, ο Ήλιος, είτε κάποια τεχνητή πηγή φωτός, όπως ένα κερί ή ένας ηλεκτρικός λαμπτήρας. Εν αντιθέσει προς αυτή την κατάσταση που επικρατεί με την αντίληψη του φωτός, τον ήχο τον αντιλαμβανόμαστε ως ερέθισμα που προέρχεται πρωτογενώς, κατ ευθείαν από την πηγή που τον παράγει, και δευτερευόντως εξ ανακλάσεως.
Πάντως, παρά την ύπαρξη αυτών των διαφοροποιήσεων, το απολύτως αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι πως η αντίληψη αμφοτέρων των μεγεθών είναι εκ φύσεως υποκειμενική, και απότοκο αυτού του υποκειμενισμού είναι το γεγονός πως έχουμε κωδικοποιήσει τα διάφορα τμήματα αυτής της αντίληψης, αποδίδοντάς τους κάποια συγκεκριμένη εννοιολογική υπόσταση. Έτσι, ξεκινώντας από τον ήχο της ελάχιστης δυνατής συχνότητας του ενός Χερτς, το διάστημα έως περίπου τους 15 – 25 Χερτς (αναλόγως της ηλικίας) δεν τους αντιλαμβανόμαστε, ονομάζοντας αυτήν την απουσία αντίληψης σιωπή, ενώ αμέσως μετά ακολουθεί το ακουστικό φάσμα συχνοτήτων, όπου πρώτες συναντώνται οι λεγόμενες χαμηλές συχνότητες, που συνήθως τις ονομάζουμε μπάσα, ενώ τις επόμενες συχνότητες τις ονομάζουμε μεσαία, και τις ανώτατες αντιληπτές συχνότητες τις ονομάζουμε πρίμα, και, φυσικά, οι ήχοι συχνότητας άνω των 20000Hz ονομάζονται υπέρηχοι, και όντες μη αντιληπτοί κι αυτοί από το ανθρώπινο αισθητήριο, αντιπροσωπεύουν και πάλι τη σιωπή. Αντίστοιχη της σιωπής, η απουσία αντίληψης του φωτός ονομάζεται σκότος, ενώ τα τρία βασικά τμήματα του ορατού φάσματος τα έχουμε κωδικοποιήσει ως κόκκινο πράσινο και μπλε χρώμα.
Επιστρέφοντας στο βασικό θέμα, μέσα από αυτήν μικρή ανάλυση επιδιώκω να καταδείξω το απλό, μάλλον αυτονόητο, αλλ’ ίσως όχι και κατανοητό από όλους γεγονός, πως το φως είναι εκ φύσεως ένα μέγεθος πολύ πιο απαιτητικό από τον ήχο, κάτι που καθιστά την αναπαραγωγή του πολύ πιο δύσκολη, σε σχέση με τον ήχο. Αυτή η «οξύτητα», αυτή η «ακρίβεια» του φωτός καταφαίνεται και με μια πολύ απλή σύγκριση που μπορείτε να κάνετε, παρατηρώντας μια καθημερινή σκηνή στο δρόμο. Αν ένα αυτοκίνητο βρίσκεται πίσω από ένα συμπαγές, αδιαφανές εμπόδιο, ας πούμε πίσω από τη γωνία ενός κτιρίου, τότε είναι αδύνατο να το δείτε, ούτε καν εξ ανακλάσεως, αλλά μπορείτε να ακούσετε τον ήχο του κινητήρα του, είτε ο ήχος του προέρχεται κατ’ ευθείαν από αυτό, ναι!, κατ’ ευθείαν, είτε από ανάκλαση στις επιφάνειες των γειτονικών κτιρίων. Ακόμη κι αν μεταφέρετε αυτή τη σκηνή σε περιβάλλον με ελάχιστες ανακλαστικές επιφάνειες, ας πούμε καταμεσίς στην έρημο, τότε θα εξακολουθείτε να μη βλέπετε το αυτοκίνητο, αλλά και θα εξακολουθείτε να το ακούτε, λόγω περίθλασης μέρους του ήχου του, το οποίο θα περάσει, θα περικυκλώσει τη γωνία του κτιρίου και θα κατευθυνθεί και προς το μέρος σας.
Γι’ αυτούς τους λόγους, η κατασκευή ενός ηχείου είναι αντικειμενικά πολύ πιο εύκολη υπόθεση, σε σχέση με την κατασκευή μιας οικιακής συσκευής απεικόνισης, ενώ, κατά προέκτασιν, εάν ένα ηχείο είναι εσφαλμένο, αυτό το γεγονός μπορεί να το συγχωρήσει, να το προσπεράσει ή να μην το αντιληφθεί καν ένας ακροατής, ενώ αυτά τα περιθώρια ανοχής ή μη αντίληψης είναι σαφώς ελαττωμένα στη θέαση ενός βιντεοπροβολέα, πόσο μάλλον μιας μηχανής προβολής με τις προδιαγραφές του συστήματος IMAX, που, τουλάχιστον εξ όσων έχω υπ’ όψη μου, σήμερα αποτελεί το high end των συσκευών διασκεδαστικής απεικόνισης. Έτσι, λοιπόν, αυτές οι αντικειμενικές συνθήκες λειτουργούν ως καταλύτης, οπότε βγαίνοντας στην αγορά για να ψωνίσετε ηχεία, θα έχετε πάρα πολλές επιλογές, πάρα πολλές εναλλακτικές προτάσεις, άλλες σωστές, άλλες λιγότερο σωστές, και άλλες εντελώς λάθος, μέσα από τις οποίες πρέπει να επιλέξετε κάποια. Το ερώτημα είναι ποια.
Βγαίνοντας στον πηγαιμό...
Βγαίνοντας, λοιπόν, στον πηγαιμό για τα πρώτα σας, ή για νέα ηχεία, πρέπει να έχετε υπ’ όψιν πως όποια ηχεία κι αν αγοράσετε, αυτά θα παίζουν μέσα σε κάποιο δωμάτιο του σπιτιού σας, προφανώς, ενώ αν εξετάσετε το πράγμα λίγο πιο αναλυτικά, θα διαπιστώσετε πως το μόνο που θα κάνουν αυτά, θα είναι να διεγείρουν τον αέρα που περιέχεται μέσα σε αυτό το δωμάτιο. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος είναι πως ο ήχος που θα αντιλαμβάνεσθε θα προέρχεται όχι από μια πηγή, τα ηχεία σας, αλλά από περισσότερες, κυριότερες των οποίων, εκτός των ηχείων, είναι οι μεγάλες ανακλαστικές επιφάνειες του δωματίου, δηλαδή οι τοίχοι, το δάπεδο και η οροφή. Εκτός αυτών των επιφανειών, οι οποίες γενικά έχουν λίγο - πολύ την ίδια υφή σε όλες τις σύγχρονες κατασκευές, και επομένως ανακλούν τον ήχο με τον ίδιο τρόπο, οι επιφάνειες όλων των υπολοίπων αντικειμένων του δωματίου, βασικά τα έπιπλα και οι κουρτίνες, αποτελούν επιφάνειες είτε μερικής απορρόφησης του ήχου, υπό την έννοιαν ότι ανακλούν επιλεκτικά κάποιες συχνότητες και αποσβένουν κάποιες άλλες, είτε διαχέουν τον ήχο στο χώρο, δηλαδή τον ανακλούν με έναν τρόπο ακανόνιστο, προς όλες τις κατευθύνσεις. Γενικά, πάντως, ο όγκος του αέρα που περιέχει ένα δωμάτιο, είθισται να αποτελεί ένα βασικό κριτήριο επιλογής του μεγέθους των ηχείων που θα λειτουργήσουν μέσα σ’ αυτό, και δοθέντος του τυπικά σταθερού ύψους που έχει ένα τυπικό οικιακό δωμάτιο, το κριτήριο μετατοπίζεται στις υπόλοιπες δύο διαστάσεις, που καθορίζουν το εμβαδό του.
Η φυσική και υποκειμενική υπόσταση των πραγμάτων
Ο ήχος είναι κατά βάσιν το ένα από τα δύο φυσικά φαινόμενα, μέσω της αντίληψης των οποίων προσδιοριζόμεθα και τοποθετούμεθα στο χώρο, ενώ, φυσικά, το άλλο φυσικό μέγεθος είναι το φως. Ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίον αυτά τα δύο μεγέθη επιδρούν στην αντιληπτική μας σφαίρα, εκ των πραγμάτων, έχουν μεταξύ τους δύο θεμελιώδεις διαφορές: ο μεν ήχος είναι μηχανική ταλάντωση πολύ χαμηλής συχνότητας, πρακτικά της ελάχιστης δυνατής, ενώ το φως είναι ηλεκτρομαγνητική ταλάντωση, συχνότητας κατά πολλές τάξεις μεγέθους μεγαλύτερης από αυτήν του ήχου. Έτσι, ενώ ο ήχος μπορεί να προσδιορισθεί ως μια αλληλουχία πυκνώσεων και αραιώσεων του αέρα (κατά κύριο λόγο), οι οποίες έχουν συχνότητα από 1 – 20000Hz (ολογράφως, έως είκοσι χιλιάδες Χερτς), και διεγείρουν μηχανικά το αντίστοιχο αισθητήριο όργανο, το φως προσδιορίζεται ως το ηλεκτρομαγνητικό κύμα, του οποίου η συχνότητα εντοπίζεται σε ένα στενό φάσμα γύρω από τα 600THz, (ολογράφως, εξακόσια τεραχέρτς, εξακόσια εκατομμύρια μεγαχέρτς), και διεγείρει ηλεκτρομαγνητικά το οπτικό αισθητήριο. Μιλώντας με τάξεις μεγέθους, η συχνότητα του ήχου εκτείνεται ένθεν και ένθεν των 10^4 Hz, ενώ η συχνότητα του φωτός κυμαίνεται ανάμεσα στους 10^14 και 10^15 Hz, δηλαδή, η συχνότητα της ταλάντωσης του φωτός είναι δέκα τάξεις μεγέθους, δέκα τρισεκατομμύρια φορές υψηλότερη από αυτήν του ήχου.
Πέραν αυτών των φυσικών διαφορών, τα δύο αυτά μεγέθη διαφέρουν και ως προς τη σχετικότητα του ρόλου τους μέσα στο μηχανισμό, μέσω του οποίου επιδρούν και διεγείρουν τα αισθητήρια της όρασης και της ακοής. Δηλαδή, το φως αξιοποιείται από τις αισθήσεις μας ως μέγεθος εξ ανακλάσεως, μέσω της οποίας μπορούμε να αντιληφθούμε την παρουσία ενός στερεού αντικειμένου στο χώρο, με την πηγή του φωτός να είναι είτε ο πλησιέστερος αστέρας προς τη γη, ο Ήλιος, είτε κάποια τεχνητή πηγή φωτός, όπως ένα κερί ή ένας ηλεκτρικός λαμπτήρας. Εν αντιθέσει προς αυτή την κατάσταση που επικρατεί με την αντίληψη του φωτός, τον ήχο τον αντιλαμβανόμαστε ως ερέθισμα που προέρχεται πρωτογενώς, κατ ευθείαν από την πηγή που τον παράγει, και δευτερευόντως εξ ανακλάσεως.
Πάντως, παρά την ύπαρξη αυτών των διαφοροποιήσεων, το απολύτως αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι πως η αντίληψη αμφοτέρων των μεγεθών είναι εκ φύσεως υποκειμενική, και απότοκο αυτού του υποκειμενισμού είναι το γεγονός πως έχουμε κωδικοποιήσει τα διάφορα τμήματα αυτής της αντίληψης, αποδίδοντάς τους κάποια συγκεκριμένη εννοιολογική υπόσταση. Έτσι, ξεκινώντας από τον ήχο της ελάχιστης δυνατής συχνότητας του ενός Χερτς, το διάστημα έως περίπου τους 15 – 25 Χερτς (αναλόγως της ηλικίας) δεν τους αντιλαμβανόμαστε, ονομάζοντας αυτήν την απουσία αντίληψης σιωπή, ενώ αμέσως μετά ακολουθεί το ακουστικό φάσμα συχνοτήτων, όπου πρώτες συναντώνται οι λεγόμενες χαμηλές συχνότητες, που συνήθως τις ονομάζουμε μπάσα, ενώ τις επόμενες συχνότητες τις ονομάζουμε μεσαία, και τις ανώτατες αντιληπτές συχνότητες τις ονομάζουμε πρίμα, και, φυσικά, οι ήχοι συχνότητας άνω των 20000Hz ονομάζονται υπέρηχοι, και όντες μη αντιληπτοί κι αυτοί από το ανθρώπινο αισθητήριο, αντιπροσωπεύουν και πάλι τη σιωπή. Αντίστοιχη της σιωπής, η απουσία αντίληψης του φωτός ονομάζεται σκότος, ενώ τα τρία βασικά τμήματα του ορατού φάσματος τα έχουμε κωδικοποιήσει ως κόκκινο πράσινο και μπλε χρώμα.
Επιστρέφοντας στο βασικό θέμα, μέσα από αυτήν μικρή ανάλυση επιδιώκω να καταδείξω το απλό, μάλλον αυτονόητο, αλλ’ ίσως όχι και κατανοητό από όλους γεγονός, πως το φως είναι εκ φύσεως ένα μέγεθος πολύ πιο απαιτητικό από τον ήχο, κάτι που καθιστά την αναπαραγωγή του πολύ πιο δύσκολη, σε σχέση με τον ήχο. Αυτή η «οξύτητα», αυτή η «ακρίβεια» του φωτός καταφαίνεται και με μια πολύ απλή σύγκριση που μπορείτε να κάνετε, παρατηρώντας μια καθημερινή σκηνή στο δρόμο. Αν ένα αυτοκίνητο βρίσκεται πίσω από ένα συμπαγές, αδιαφανές εμπόδιο, ας πούμε πίσω από τη γωνία ενός κτιρίου, τότε είναι αδύνατο να το δείτε, ούτε καν εξ ανακλάσεως, αλλά μπορείτε να ακούσετε τον ήχο του κινητήρα του, είτε ο ήχος του προέρχεται κατ’ ευθείαν από αυτό, ναι!, κατ’ ευθείαν, είτε από ανάκλαση στις επιφάνειες των γειτονικών κτιρίων. Ακόμη κι αν μεταφέρετε αυτή τη σκηνή σε περιβάλλον με ελάχιστες ανακλαστικές επιφάνειες, ας πούμε καταμεσίς στην έρημο, τότε θα εξακολουθείτε να μη βλέπετε το αυτοκίνητο, αλλά και θα εξακολουθείτε να το ακούτε, λόγω περίθλασης μέρους του ήχου του, το οποίο θα περάσει, θα περικυκλώσει τη γωνία του κτιρίου και θα κατευθυνθεί και προς το μέρος σας.
Γι’ αυτούς τους λόγους, η κατασκευή ενός ηχείου είναι αντικειμενικά πολύ πιο εύκολη υπόθεση, σε σχέση με την κατασκευή μιας οικιακής συσκευής απεικόνισης, ενώ, κατά προέκτασιν, εάν ένα ηχείο είναι εσφαλμένο, αυτό το γεγονός μπορεί να το συγχωρήσει, να το προσπεράσει ή να μην το αντιληφθεί καν ένας ακροατής, ενώ αυτά τα περιθώρια ανοχής ή μη αντίληψης είναι σαφώς ελαττωμένα στη θέαση ενός βιντεοπροβολέα, πόσο μάλλον μιας μηχανής προβολής με τις προδιαγραφές του συστήματος IMAX, που, τουλάχιστον εξ όσων έχω υπ’ όψη μου, σήμερα αποτελεί το high end των συσκευών διασκεδαστικής απεικόνισης. Έτσι, λοιπόν, αυτές οι αντικειμενικές συνθήκες λειτουργούν ως καταλύτης, οπότε βγαίνοντας στην αγορά για να ψωνίσετε ηχεία, θα έχετε πάρα πολλές επιλογές, πάρα πολλές εναλλακτικές προτάσεις, άλλες σωστές, άλλες λιγότερο σωστές, και άλλες εντελώς λάθος, μέσα από τις οποίες πρέπει να επιλέξετε κάποια. Το ερώτημα είναι ποια.
Βγαίνοντας στον πηγαιμό...
Βγαίνοντας, λοιπόν, στον πηγαιμό για τα πρώτα σας, ή για νέα ηχεία, πρέπει να έχετε υπ’ όψιν πως όποια ηχεία κι αν αγοράσετε, αυτά θα παίζουν μέσα σε κάποιο δωμάτιο του σπιτιού σας, προφανώς, ενώ αν εξετάσετε το πράγμα λίγο πιο αναλυτικά, θα διαπιστώσετε πως το μόνο που θα κάνουν αυτά, θα είναι να διεγείρουν τον αέρα που περιέχεται μέσα σε αυτό το δωμάτιο. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος είναι πως ο ήχος που θα αντιλαμβάνεσθε θα προέρχεται όχι από μια πηγή, τα ηχεία σας, αλλά από περισσότερες, κυριότερες των οποίων, εκτός των ηχείων, είναι οι μεγάλες ανακλαστικές επιφάνειες του δωματίου, δηλαδή οι τοίχοι, το δάπεδο και η οροφή. Εκτός αυτών των επιφανειών, οι οποίες γενικά έχουν λίγο - πολύ την ίδια υφή σε όλες τις σύγχρονες κατασκευές, και επομένως ανακλούν τον ήχο με τον ίδιο τρόπο, οι επιφάνειες όλων των υπολοίπων αντικειμένων του δωματίου, βασικά τα έπιπλα και οι κουρτίνες, αποτελούν επιφάνειες είτε μερικής απορρόφησης του ήχου, υπό την έννοιαν ότι ανακλούν επιλεκτικά κάποιες συχνότητες και αποσβένουν κάποιες άλλες, είτε διαχέουν τον ήχο στο χώρο, δηλαδή τον ανακλούν με έναν τρόπο ακανόνιστο, προς όλες τις κατευθύνσεις. Γενικά, πάντως, ο όγκος του αέρα που περιέχει ένα δωμάτιο, είθισται να αποτελεί ένα βασικό κριτήριο επιλογής του μεγέθους των ηχείων που θα λειτουργήσουν μέσα σ’ αυτό, και δοθέντος του τυπικά σταθερού ύψους που έχει ένα τυπικό οικιακό δωμάτιο, το κριτήριο μετατοπίζεται στις υπόλοιπες δύο διαστάσεις, που καθορίζουν το εμβαδό του.