Αγοράζοντας ηχεία

Costas Coyias

Ημίθεος
Administrator
Μηνύματα
25.497
Reaction score
21.895
Ανεξαρτήτως της τριβής που έχει καθένας μας με το αντικείμενο της υψηλής πιστότητας, ή, καλύτερα, των συσκευών οικιακής διασκέδασης, οι περισσότεροι ασφαλώς θα έχετε παρατηρήσει πως τα μοντέλα ηχείων που κυκλοφορούν στην αγορά είναι μακράν πολλαπλάσια από αυτά άλλων σχετικών συσκευών, όπως ας πούμε οι ενισχυτές, ή οι βιντεοπροβολείς. Ο λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό ίσως να εντοπίζεται στο γεγονός, πως τα ηχεία είναι μεν μετατροπείς ενέργειας, και ως εκ τούτου δύσκολα υλοποιούνται με ορθό τρόπο, αλλ’ από την άλλη, η λειτουργία τους εντάσσεται σε μια διαδικασία αναπαραγωγής του φυσικού φαινομένου του ήχου, μια διαδικασία σχετικά εύκολη.

Η φυσική και υποκειμενική υπόσταση των πραγμάτων
Ο ήχος είναι κατά βάσιν το ένα από τα δύο φυσικά φαινόμενα, μέσω της αντίληψης των οποίων προσδιοριζόμεθα και τοποθετούμεθα στο χώρο, ενώ, φυσικά, το άλλο φυσικό μέγεθος είναι το φως. Ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίον αυτά τα δύο μεγέθη επιδρούν στην αντιληπτική μας σφαίρα, εκ των πραγμάτων, έχουν μεταξύ τους δύο θεμελιώδεις διαφορές: ο μεν ήχος είναι μηχανική ταλάντωση πολύ χαμηλής συχνότητας, πρακτικά της ελάχιστης δυνατής, ενώ το φως είναι ηλεκτρομαγνητική ταλάντωση, συχνότητας κατά πολλές τάξεις μεγέθους μεγαλύτερης από αυτήν του ήχου. Έτσι, ενώ ο ήχος μπορεί να προσδιορισθεί ως μια αλληλουχία πυκνώσεων και αραιώσεων του αέρα (κατά κύριο λόγο), οι οποίες έχουν συχνότητα από 1 – 20000Hz (ολογράφως, έως είκοσι χιλιάδες Χερτς), και διεγείρουν μηχανικά το αντίστοιχο αισθητήριο όργανο, το φως προσδιορίζεται ως το ηλεκτρομαγνητικό κύμα, του οποίου η συχνότητα εντοπίζεται σε ένα στενό φάσμα γύρω από τα 600THz, (ολογράφως, εξακόσια τεραχέρτς, εξακόσια εκατομμύρια μεγαχέρτς), και διεγείρει ηλεκτρομαγνητικά το οπτικό αισθητήριο. Μιλώντας με τάξεις μεγέθους, η συχνότητα του ήχου εκτείνεται ένθεν και ένθεν των 10^4 Hz, ενώ η συχνότητα του φωτός κυμαίνεται ανάμεσα στους 10^14 και 10^15 Hz, δηλαδή, η συχνότητα της ταλάντωσης του φωτός είναι δέκα τάξεις μεγέθους, δέκα τρισεκατομμύρια φορές υψηλότερη από αυτήν του ήχου.

Πέραν αυτών των φυσικών διαφορών, τα δύο αυτά μεγέθη διαφέρουν και ως προς τη σχετικότητα του ρόλου τους μέσα στο μηχανισμό, μέσω του οποίου επιδρούν και διεγείρουν τα αισθητήρια της όρασης και της ακοής. Δηλαδή, το φως αξιοποιείται από τις αισθήσεις μας ως μέγεθος εξ ανακλάσεως, μέσω της οποίας μπορούμε να αντιληφθούμε την παρουσία ενός στερεού αντικειμένου στο χώρο, με την πηγή του φωτός να είναι είτε ο πλησιέστερος αστέρας προς τη γη, ο Ήλιος, είτε κάποια τεχνητή πηγή φωτός, όπως ένα κερί ή ένας ηλεκτρικός λαμπτήρας. Εν αντιθέσει προς αυτή την κατάσταση που επικρατεί με την αντίληψη του φωτός, τον ήχο τον αντιλαμβανόμαστε ως ερέθισμα που προέρχεται πρωτογενώς, κατ ευθείαν από την πηγή που τον παράγει, και δευτερευόντως εξ ανακλάσεως.

Πάντως, παρά την ύπαρξη αυτών των διαφοροποιήσεων, το απολύτως αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι πως η αντίληψη αμφοτέρων των μεγεθών είναι εκ φύσεως υποκειμενική, και απότοκο αυτού του υποκειμενισμού είναι το γεγονός πως έχουμε κωδικοποιήσει τα διάφορα τμήματα αυτής της αντίληψης, αποδίδοντάς τους κάποια συγκεκριμένη εννοιολογική υπόσταση. Έτσι, ξεκινώντας από τον ήχο της ελάχιστης δυνατής συχνότητας του ενός Χερτς, το διάστημα έως περίπου τους 15 – 25 Χερτς (αναλόγως της ηλικίας) δεν τους αντιλαμβανόμαστε, ονομάζοντας αυτήν την απουσία αντίληψης σιωπή, ενώ αμέσως μετά ακολουθεί το ακουστικό φάσμα συχνοτήτων, όπου πρώτες συναντώνται οι λεγόμενες χαμηλές συχνότητες, που συνήθως τις ονομάζουμε μπάσα, ενώ τις επόμενες συχνότητες τις ονομάζουμε μεσαία, και τις ανώτατες αντιληπτές συχνότητες τις ονομάζουμε πρίμα, και, φυσικά, οι ήχοι συχνότητας άνω των 20000Hz ονομάζονται υπέρηχοι, και όντες μη αντιληπτοί κι αυτοί από το ανθρώπινο αισθητήριο, αντιπροσωπεύουν και πάλι τη σιωπή. Αντίστοιχη της σιωπής, η απουσία αντίληψης του φωτός ονομάζεται σκότος, ενώ τα τρία βασικά τμήματα του ορατού φάσματος τα έχουμε κωδικοποιήσει ως κόκκινο πράσινο και μπλε χρώμα.

Επιστρέφοντας στο βασικό θέμα, μέσα από αυτήν μικρή ανάλυση επιδιώκω να καταδείξω το απλό, μάλλον αυτονόητο, αλλ’ ίσως όχι και κατανοητό από όλους γεγονός, πως το φως είναι εκ φύσεως ένα μέγεθος πολύ πιο απαιτητικό από τον ήχο, κάτι που καθιστά την αναπαραγωγή του πολύ πιο δύσκολη, σε σχέση με τον ήχο. Αυτή η «οξύτητα», αυτή η «ακρίβεια» του φωτός καταφαίνεται και με μια πολύ απλή σύγκριση που μπορείτε να κάνετε, παρατηρώντας μια καθημερινή σκηνή στο δρόμο. Αν ένα αυτοκίνητο βρίσκεται πίσω από ένα συμπαγές, αδιαφανές εμπόδιο, ας πούμε πίσω από τη γωνία ενός κτιρίου, τότε είναι αδύνατο να το δείτε, ούτε καν εξ ανακλάσεως, αλλά μπορείτε να ακούσετε τον ήχο του κινητήρα του, είτε ο ήχος του προέρχεται κατ’ ευθείαν από αυτό, ναι!, κατ’ ευθείαν, είτε από ανάκλαση στις επιφάνειες των γειτονικών κτιρίων. Ακόμη κι αν μεταφέρετε αυτή τη σκηνή σε περιβάλλον με ελάχιστες ανακλαστικές επιφάνειες, ας πούμε καταμεσίς στην έρημο, τότε θα εξακολουθείτε να μη βλέπετε το αυτοκίνητο, αλλά και θα εξακολουθείτε να το ακούτε, λόγω περίθλασης μέρους του ήχου του, το οποίο θα περάσει, θα περικυκλώσει τη γωνία του κτιρίου και θα κατευθυνθεί και προς το μέρος σας.

Γι’ αυτούς τους λόγους, η κατασκευή ενός ηχείου είναι αντικειμενικά πολύ πιο εύκολη υπόθεση, σε σχέση με την κατασκευή μιας οικιακής συσκευής απεικόνισης, ενώ, κατά προέκτασιν, εάν ένα ηχείο είναι εσφαλμένο, αυτό το γεγονός μπορεί να το συγχωρήσει, να το προσπεράσει ή να μην το αντιληφθεί καν ένας ακροατής, ενώ αυτά τα περιθώρια ανοχής ή μη αντίληψης είναι σαφώς ελαττωμένα στη θέαση ενός βιντεοπροβολέα, πόσο μάλλον μιας μηχανής προβολής με τις προδιαγραφές του συστήματος IMAX, που, τουλάχιστον εξ όσων έχω υπ’ όψη μου, σήμερα αποτελεί το high end των συσκευών διασκεδαστικής απεικόνισης. Έτσι, λοιπόν, αυτές οι αντικειμενικές συνθήκες λειτουργούν ως καταλύτης, οπότε βγαίνοντας στην αγορά για να ψωνίσετε ηχεία, θα έχετε πάρα πολλές επιλογές, πάρα πολλές εναλλακτικές προτάσεις, άλλες σωστές, άλλες λιγότερο σωστές, και άλλες εντελώς λάθος, μέσα από τις οποίες πρέπει να επιλέξετε κάποια. Το ερώτημα είναι ποια.

Βγαίνοντας στον πηγαιμό...
Βγαίνοντας, λοιπόν, στον πηγαιμό για τα πρώτα σας, ή για νέα ηχεία, πρέπει να έχετε υπ’ όψιν πως όποια ηχεία κι αν αγοράσετε, αυτά θα παίζουν μέσα σε κάποιο δωμάτιο του σπιτιού σας, προφανώς, ενώ αν εξετάσετε το πράγμα λίγο πιο αναλυτικά, θα διαπιστώσετε πως το μόνο που θα κάνουν αυτά, θα είναι να διεγείρουν τον αέρα που περιέχεται μέσα σε αυτό το δωμάτιο. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος είναι πως ο ήχος που θα αντιλαμβάνεσθε θα προέρχεται όχι από μια πηγή, τα ηχεία σας, αλλά από περισσότερες, κυριότερες των οποίων, εκτός των ηχείων, είναι οι μεγάλες ανακλαστικές επιφάνειες του δωματίου, δηλαδή οι τοίχοι, το δάπεδο και η οροφή. Εκτός αυτών των επιφανειών, οι οποίες γενικά έχουν λίγο - πολύ την ίδια υφή σε όλες τις σύγχρονες κατασκευές, και επομένως ανακλούν τον ήχο με τον ίδιο τρόπο, οι επιφάνειες όλων των υπολοίπων αντικειμένων του δωματίου, βασικά τα έπιπλα και οι κουρτίνες, αποτελούν επιφάνειες είτε μερικής απορρόφησης του ήχου, υπό την έννοιαν ότι ανακλούν επιλεκτικά κάποιες συχνότητες και αποσβένουν κάποιες άλλες, είτε διαχέουν τον ήχο στο χώρο, δηλαδή τον ανακλούν με έναν τρόπο ακανόνιστο, προς όλες τις κατευθύνσεις. Γενικά, πάντως, ο όγκος του αέρα που περιέχει ένα δωμάτιο, είθισται να αποτελεί ένα βασικό κριτήριο επιλογής του μεγέθους των ηχείων που θα λειτουργήσουν μέσα σ’ αυτό, και δοθέντος του τυπικά σταθερού ύψους που έχει ένα τυπικό οικιακό δωμάτιο, το κριτήριο μετατοπίζεται στις υπόλοιπες δύο διαστάσεις, που καθορίζουν το εμβαδό του.
 

Costas Coyias

Ημίθεος
Administrator
Μηνύματα
25.497
Reaction score
21.895
Πόσο «μεγάλα» ηχεία;
Ο βασικός κανόνας, λοιπόν, λέει πως όσο πιο μεγάλο είναι το δωμάτιο όπου θα ακούτε μουσική, τόσο πιο «μεγάλα» ηχεία πρέπει να αγοράσετε. Όμως, σημειώστε εδώ πως αυτός ο κανόνας ισχύει, λαμβάνοντας ως δεδομένο πως τα ηχεία θα τοποθετηθούν στο δωμάτιο με τον συνήθη τρόπο, δηλαδή θα είναι κοντά σε έναν από τους τοίχους του δωματίου, με τη θέση ακρόασης να εντοπίζεται αντίπερα, κοντά στον αντικρινό τοίχο, και έτσι, η απόσταση του αριστερού αυτιού του ακροατή από το αριστερό ηχείο και του δεξιού αυτιού από το δεξί τοιούτο, δηλαδή η απόσταση ακρόασης, θα είναι σχετικά μεγάλη. Αυτό όμως δεν ισχύει πάντοτε. Χωρίς να αποκλείεται αυτό το σενάριο, σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, ειδικά εάν το δωμάτιο είναι πραγματικά ευρύχωρο, μπορεί ο χώρος ακρόασης να είναι ένα τμήμα του δωματίου και μόνον, και η απόσταση ακρόασης να είναι σχετικά μικρή, οπότε αναλόγως «μικρότερα» ενδείκνυται να είναι και τα ηχεία. Σε μια τρίτη, αντιδιαμετρικώς αντίθετη περίπτωση, μπορεί το δωμάτιο να είναι πραγματικά αχανές, αριθμώντας 80 ή κι ακόμη περισσότερα τετραγωνικά μέτρα επιφανείας, και τα ηχεία να είναι συγκριτικά πολύ μικρά, επειδή μικρή θα είναι και η απόσταση ακρόασης. Βεβαίως, η ανάστροφη έκφραση του κανόνα ισχύει σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, δηλαδή, εάν τα ηχεία είναι δεδομένα και μεγάλα, τότε αναγκαστικά θα πρέπει να τοποθετηθούν σε χώρο ανάλογο, ώστε η απόσταση ακρόασης να είναι η ενδεδειγμένη. Όπως καταλαβαίνετε, όμως, το συνηθέστατο σενάριο περιέχει ως δεδομένο το χώρο ακρόασης, και ξεκινώντας από αυτόν βγαίνετε στην αγορά να ψωνίσετε ηχεία.

Αν και το «μέγεθος» των ηχείων παραπέμπει ενδόμυχα στις φυσικές τους διαστάσεις, είναι απολύτως απαραίτητο να έχετε ξεδιαλύνει αρκετά καλά τους παράγοντες που καθορίζουν αυτό το «μέγεθος». Κατά πρώτον, ανεξαρτήτως της αρχιτεκτονικής των κινητήρων με τους οποίους ένα ηχείο δονεί τον αέρα, δηλαδή ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο είναι ηλεκτρικώς διατεταγμένα ο ρότορας και ο στάτορας των μεγαφώνων του, και για να το πω πιο απλά, ανεξαρτήτως εάν ένα ηχείο είναι ηλεκτροδυναμικό, ηλεκτροστατικό ή μαγνητοστατικό, το «μέγεθός» του προσδιορίζεται από δύο βασικά κριτήρια:

1. Πρώτον, πόσο χαμηλά μπορεί να «κατέβει», δηλαδή πόσο δυνατά μπορεί να αναπαραγάγει τις χαμηλές συχνότητες, πρακτικά, από 80Hz και κάτω.
2. Δεύτερον, ποια είναι η μέγιστη στάθμη ηχητικής πίεσης που μπορεί να επιτύχει, δηλαδή πόσο «δυνατά» μπορεί να παίξει, πριν οι κινητήρες του (τα μεγάφωνά του) υποστούν βλάβη, κυρίως λόγω υπερθέρμανσης.

Όσον αφορά το πρώτο κριτήριο, κάθε ηχείο, οποιουδήποτε μεγέθους, μπορεί να κατέβει πολύ χαμηλά και να αναπαραγάγει ακόμη και συχνότητες κάτω των 20Hz, αλλά το ερώτημα είναι σε ποια στάθμη, πόσο δυνατά ή πόσο σιγανά, δηλαδή, πόσο εύκολα αντιληπτό γίνεται αυτό από το ανθρώπινο αισθητήριο. Κάπου εδώ φθάνουμε στην απόκριση συχνότητας. Η απόκριση συχνότητας είναι ίσως η πλέον σημαντική προδιαγραφή ενός ηχείου, και αναπαρίσταται με μια καμπύλη που εκφράζει το πόσο δυνατά παίζει αυτό σε καθεμιά από τις συχνότητες του ακουστικού φάσματος, από απόσταση 1 μέτρου από την πρόσοψή του, απορροφώντας ισχύ 1Watt. Όπως είναι δε γνωστό, βασικότατη επιδίωξη είναι, αυτή η «καμπύλη» να είναι κατά το δυνατόν ευθεία, δηλαδή το ηχείο να αναπαράγει όλες τις συχνότητες στην ίδια στάθμη. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ένα μικρό ηλεκτροδυναμικό ηχείο, για παράδειγμα, μπορεί να παρουσιάζει απόκριση συχνότητας 45 έως 20000Hz, όπου η απόκρισή του στο κατώτατο άκρο της είναι το πολύ 3dB κάτω από τη μέση στάθμη που αναπαριστά η καμπύλη απόκρισης. Φυσιολογικά, κάτω από τους 45Hz του παραδείγματος, η απόκριση του ηχείου κάμπτεται, οπότε στους 35Hz το ηχείο μπορεί να παίζει 6, 7 ή ακόμη και 10 dB κάτω από τη μέση στάθμη, ενώ στους 20Hz το ηχείο μπορεί να παίζει σε στάθμη 15, 20, ή ακόμη και 25 ή 30dB κάτω από τη μέση στάθμη του 1Watt. Εάν λοιπόν υποθέσουμε ότι το ηχείο έχει ευαισθησία 89dB, δηλαδή απορροφώντας ένα βατ επιτυγχάνει κατά μέσο όρο στάθμη 89dB στο φάσμα από 45 έως 20000Hz, τότε, εάν το ηχείο κληθεί να απορροφήσει ισχύ αντιστοίχως μικρότερη, ώστε να επιτύχει μέση στάθμη χαμηλότερη κατά 30 ντεσιμπέλ, δηλαδή 59 ντεσιμπέλ, τότε προφανώς η απόκριση του ηχείου θα είναι πιο εκτεταμένη, καθώς η επίπεδη απόκρισή του μπορεί να εκτείνεται ακόμη και κάτω των 25Hz, αλλά σε στάθμη τόσο χαμηλή, που θα είναι εκμεταλλεύσιμη μόνον ακούγοντας τα ηχεία από μικρή απόσταση, κάτω από μισό μέτρο, κάτι που εκτός των άλλων, είναι και προβληματικό καθαρά από ψυχοσωματικής πλευράς.

Στον αντίποδα αυτής της διαδικασίας, όσο το ηχείο καλείται να απορροφά όλο και υψηλότερη ισχύ, τόσο θα στενεύει το εύρος της επίπεδης απόκρισής του. Έτσι, το ηχείο του παραδείγματός μας μπορεί με ισχύ 10Watt να αποκρίνεται από 90 – 19000Hz, καθώς η απόκρισή του κάτω από τους 90 και πάνω από τους 19000Hz θα είναι έξω από το τυπικά αποδεκτό εύρος διακύμανσης ±3dB, με 50Watt μπορεί να αποκρίνεται από 120 – 17000Hz, ενώ κοντά στο όριο της μέγιστης πρόσληψης ισχύος, ας πούμε στα 200Watt, η απόκρισή του θα είναι ακόμη πιο κακή, ας πούμε 150 – 12000Hz.

Όπως εύλογα προκύπτει από αυτήν τη σύντομη ανάλυση, η απόκριση συχνότητας ενός ηχείου είναι κάτι ενδεικτικό της ποιότητάς του, υπό την προϋπόθεση πως αυτή συνοδεύεται από το αποδεκτό εύρος διακύμανσης, που μπορεί να είναι αυστηρό, ±2dB, ή και πιο χαλαρό, ας πούμε ±4dB. Όπου συναντήσετε προδιαγραφή απόκρισης συχνότητας χωρίς το μέγιστο αποδεκτό εύρος διακύμανσης, είναι σκόπιμο να μη τη λάβετε υπ’ όψιν, προφανώς διότι ο κατασκευαστής θέλει να την παρουσιάσει σχετικά εκτεταμένη προς τα κάτω, χωρίς αυτό να συμβαίνει στην πραγματικότητα. Για παράδειγμα, κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει έναν κατασκευαστή να λανσάρει στην αγορά ένα ηχείο με καμπίνα 30 λίτρων και ένα 7ιντσο γουφεράκι, προδιαγράφοντάς το με απόκριση συχνότητας 28 – 20000Hz, όπου προφανέστατα, ένα τέτοιο ηχείο θα αποκρίνεται στους 28Hz, αλλά σε στάθμη καμιά δεκαριά ντεσιμπέλ κάτω από τη μέση στάθμη του.

Πέραν αυτού, από αυτήν την ανάλυση προκύπτει και η αξία των «μεγάλων ηχείων», υπό την έννοιαν ότι αυτά είναι σε θέση να αναπαράγουν τις πολύ χαμηλές συχνότητες σε σχετικά αξιοπρεπή έως και ρεαλιστική στάθμη, με το ανάλογο κόστος φυσικά. Βέβαια, αυτή τη συμπεριφορά του στενέματος της απόκρισης με αύξηση της ισχύος, επιδεικνύουν και τα «μεγάλα» και ακριβά ηχεία, αλλά σε μικρότερο βαθμό, και πολύ πιο χαμηλά από τα συνηθέστερα, μέσου όγκου ηχεία. Για παράδειγμα, εκεί που ένα μέσου μεγέθους ηχείο μπορεί να αναπαραγάγει τους 40Hz σε ρεαλιστική στάθμη, ένα μεγάλο ηχείο μπορεί να επιτύχει ρεαλιστική στάθμη ακόμη και κάτω των 30Hz. Γενικά, ο φυσικός κανόνας επιτάσσει πως όσο πιο «μεγάλο» είναι ένα ηχείο, τόσο περισσότερο εκτεταμένη προς τα κάτω είναι η απόκρισή του, όχι μόνο στην τυπική μέτρηση του ενός βατ, αλλά και σε υψηλότερες στάθμες. Όμως, όπως είναι εύλογο, επειδή η απόκριση βαίνει επιδεινούμενη όσο αυξάνεται η ισχύς που απορροφά το ηχείο, επομένως και η στάθμη του ήχου, σχεδόν κανένας κατασκευαστής δεν ανακοινώνει τέτοιες προδιαγραφές απόκρισης, και εδώ που τα λέμε, όχι άδικα. Σε μια αγορά όπου κυριαρχεί η ημιμάθεια και η επιδέξια επιλεκτική παραπληροφόρηση του αγοραστικού κοινού, σκεφθείτε τη ρετσινιά που θα συνοδεύει ένα ηχείο, αν αυτό εκτός των άλλων θα φέρει και προδιαγραφή απόκρισης στο 50% της ισχύος του - δεν σας λέω για παραπάνω.
 

Costas Coyias

Ημίθεος
Administrator
Μηνύματα
25.497
Reaction score
21.895
Το δεύτερο βασικό κριτήριο επιλογής ενός ηχείου είναι βέβαια η μέγιστη στάθμη που μπορεί να αναπτύξει πριν υποστεί βλάβη. Οι παράγοντες που καθορίζουν τη μέγιστη στάθμη που μπορεί να επιτύχει το ηχείο είναι τρεις. Οι δύο πρώτοι είναι η ευαισθησία και η μέγιστη ισχύς που μπορεί να απορροφήσει το ηχείο, και αυτοί καθορίζονται από τον κατασκευαστή, εξαρτώμενες από τα ηλεκτρικά χαρακτηριστικά των κινητήρων του ηχείου, και από το πλήθος τους. Ο άλλος παράγων είναι η απόσταση ακρόασης, η οποία βεβαίως θα εξαρτηθεί από τις διαστάσεις του δωματίου σας και τον τρόπο με τον οποίο θα τοποθετήσετε τα ηχεία μέσα σ’ αυτό, από τους οποίους ο ένας εξαρτάται αποκλειστικά από εσάς. Ο μηχανισμός με τον οποίο μπορείτε να αξιοποιήσετε αυτά τα δεδομένα, δηλαδή την ισχύ, το πλήθος των ηχείων και την απόσταση ακρόασης, είναι σχετικά απλός, αρκεί να θυμάστε τα εξής:

• Ξεκινώντας από τη στάθμη που επιτυγχάνει το ηχείο σε απόσταση 1 μέτρου απορροφώντας ισχύ 1Watt, για κάθε διπλασιασμό της ισχύος αυτής, και με τα άλλα δύο δεδομένα (πλήθος ηχείων και απόσταση ακρόασης) σταθερά, η στάθμη του ήχου αυξάνεται κατά 3dB.
• Για κάθε διπλασιασμό του πλήθους των ηχείων, με τα άλλα δύο δεδομένα (απορροφώμενη ισχύς και απόσταση ακρόασης) σταθερά, η στάθμη αυξάνεται επίσης κατά 3dB.
• Για κάθε διπλασιασμό της απόστασης ακρόασης, με τα άλλα δύο δεδομένα (απορροφώμενη ισχύς και πλήθος ηχείων) σταθερά, η στάθμη μειώνεται κατά 6dB.

Ας δούμε ένα παράδειγμα – καλέ πού πάτε, μην φεύγετε!, δε θα σας μπλέξω με λογαρίθμους! Καθίστε που σας λέω... Λοιπόοοοον, ας πάρουμε τον Αίολο της Audio Spectrum. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, το ηχείο αυτό προδιαγράφεται με ευαισθησία 88dB και μέγιστη ισχύ 250W. Δηλαδή; Χμ, δηλαδή, αν πάρουμε αυτό το ηχείο και το βάλουμε μέσα σε έναν χώρο που στερείται ανακλάσεων, έναν χώρο ανηχοϊκό, όπως λέγεται, δηλαδή έναν χώρο όπου δεν υπάρχει, όχι ηχώ, αλλ’ ούτε καν αντήχηση, και του εφαρμόσουμε στους ακροδέκτες του τάση τέτοια, ώστε να απορροφά ισχύ 1Watt, του βάλουμε το κατάλληλο μικρόφωνο σε απόσταση 1 μέτρου από το tweeter και πάνω στον άξονα του tweeter (όχι του Τουήτυ, ο Τουήτυ είναι από άλλο κόμικ), και συνδέσουμε το μικρόφωνο με ένα ντεσιμπελόμετρο, τότε η μέση στάθμη της απόκρισής του, έτσι όπως θα την καταγράψει το ντεσιμπελόμετρο, θα είναι 88dB SPL. Δεδομένου ότι για κάθε διπλασιασμό της ισχύος, η στάθμη θα αυξάνει κατά 3dB, το πράγμα εξελίσσεται ως εξής:

1W – 88dB
2W – 91dB
4W – 94dB
8W – 97dB
16W – 100dB
32W – 103dB
64W – 106dB
128W – 109dB
256W – 112dB

Δηλαδή, στο όριο της καταστροφής του, ο Αίολος αποδίδει στάθμη 112dB SPL σε απόσταση 1 μέτρου. Ναι, αλλά δεν θα πάρετε ένα ηχείο, ζευγάρι θα πάρετε, έτσι δεν είναι; Επομένως δύο Αίολοι σε απόσταση 1 μέτρου επιτυγχάνουν στάθμη 115dB. Χμ, ναι, αλλά δεν θα τους ακούτε από απόσταση ενός μέτρου, έτσι δεν είναι; Ούτε ακουστικά να ήταν! Αν υποθέσουμε λοιπόν ότι θα τους τοποθετήσετε στο δωμάτιό σας κατάλληλα, και τυπικά η απόσταση ακρόασης θα είναι κάπου δυόμισυ με τρία μέτρα, ίσως και λίγο παραπάνω. Λίγο όμως, γιατί η απόσταση μειώνει τη στάθμη σημαντικά. Έτσι, στα δύο μέτρα, το ζευγάρι θα επιτύχει μέγιστη στάθμη 115 – 6 = 109dB, ενώ στα τέσσερα μέτρα η μέγιστη στάθμη τους θα πέσει στα 103dB. Τώρα θα μου πείτε, καλά, και ανάμεσα; Τί γίνεται αν η απόσταση ακρόασης είναι 3 μέτρα; Εντάξει βρε αδερφέ, τότε η στάθμη θα είναι κάπου εκεί ανάμεσα. Κάπου, αλλά πού; Έξι ντεσιμπέλ είναι πολλά, έτσι δεν είναι; Εν πάση περιπτώσει, η μείωση της στάθμης δεν είναι γραμμική, αλλά και έτσι αν τη θεωρήσετε, δεν θα είστε και πολύ λάθος, το πολύ να πέσετε έξω δύο ντεσιμπέλ. Άρα, χωρίς να μπλέκετε με εκθέτες και λογαρίθμους, αν πείτε πως στα τρία μέτρα το ζευγάρι των Αιόλων θα παίζει στα 106dB, ε, είστε μέσα! Κάπου εκεί θα παίζουν τα ηχεία. Μη πονοκεφαλιάζετε περισσότερο, υπάρχουν κι άλλα που πρέπει να έχετε υπ’ όψιν.

Από αυτήν τη μικρή ανάλυση του τρόπου με τον οποίο σχετίζεται η στάθμη με την ισχύ του ηχείου, είναι νομίζω καταφανές πως ο μύθος που κυκλοφορούσε κάποτε, και που ίσως κυκλοφορεί ακόμη, αλλά με σαφώς μικρότερη εξάπλωση, δηλαδή ότι όσο πιο μεγάλη ισχύ έχει ένα ηχείο, τόσο πιο δυνατά θα παίζει, είναι απλώς μύθος και τίποτε άλλο.

Ωραία, αλλά πόσο δυνατά πρέπει να ακούγεται ένα ηχείο για να λέμε ότι είναι σε θέση να παίζει δυνατά; Μήπως η έννοια του «δυνατά» είναι λίγο υποκειμενική; Διότι, εάν κάνετε αυτήν την ερώτηση σε έναν ωτορινολαρυγγολόγο και έναν dj, είναι σχεδόν βέβαιον ότι θα πάρετε διαφορετικές απαντήσεις, πολύ απλά, διότι ο πρώτος ενδέχεται να αγνοεί την άγνοια του δευτέρου, ενώ ο δεύτερος αγνοεί τη γνώση του πρώτου. Όπως και να έχει το πράγμα, ανεξαρτήτως των μουσικών προτιμήσεών σας, ο οικονομοτεχνικά ασφαλέστερος δρόμος είναι να καθορίσετε ως μέγιστη απαιτητή στάθμη από τα ηχεία σας την ακουστική οροφή του μαέστρου. Όταν ο μαέστρος είναι έτοιμος να ξεκινήσει το εισαγωγικό χορικό του Nabucco, έχει παρατεταγμένη μπροστά του μια κλασική ορχήστρα σε σχεδόν πλήρη ανάπτυξη, καθώς και μια μεγάλη χορωδία. Εάν, δε, πρόκειται για ζωντανή εμφάνιση σε μεγάλη αίθουσα συναυλιών με όλα τα εισιτήρια πουλημένα, ελληνιστί σολντ άουτ, τότε, σε κατάσταση σιωπής, μέσα στο χώρο της αίθουσας αναπνέουν περίπου 1000 – 1200 άτομα, κάτι που καθορίζει το κατώφλι ακουστότητας γύρω στα 55dB. Στο άλλο άκρο, όταν η ορχήστρα παίζει σε πλήρη στάθμη μαζί με τη χορωδία, οι κορυφώσεις ηχητικής πίεσης που υφίστανται τα αυτιά του μαέστρου είναι κάπου 115dB, και αυτή είναι η στάθμη που πρέπει να είναι σε θέση να επιτύχουν τα ηχεία σας, όχι βέβαια στο 1 μέτρο, αλλά στην απόσταση ακρόασης. Αυτό βέβαια δεν είναι θέσφατο, για πολλούς λόγους. Για παράδειγμα, μπορεί να θέλετε και να έχετε τη δυνατότητα να αγοράσετε ηχεία με ακόμη υψηλότερες δυνατότητες μέγιστης στάθμης, και στη συνέχεια να αρκεσθείτε στα 115dB, μιας και εκεί αυτά τα ηχεία θα παίζουν με παραμορφώσεις κάπως χαμηλότερες, απ’ ό,τι στην ακουστική οροφή τους. Στον αντίποδα, εάν το βαλάντιό σας δεν φθάνει σε τέτοια τιμολογιακά επίπεδα, δεν υπάρχει λόγος να στενοχωριέστε, καθώς, όπως ανέφερα και πιο πάνω, η ακοή είναι υποκειμενική αντίληψη των κυματώσεων που υπάρχουν στον αέρα, και επομένως, έχοντας διαφορετική ψυχική διάθεση θα έχετε και διαφορετική αντίληψη του πόσο δυνατά ή πόσο σιγανά ακούγεται κάτι. Επιπλέον, αυτή η αντίληψη εξαρτάται και από τον ακουστικό σας φόρτο, αλλά και την κατάσταση του νευρικού συστήματος. Αλλιώς καταλαβαίνετε το πόσο δυνατά ακούγεται το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο, μετά από μια βραδιά στα μπουζούκια, όπου τα αυτιά σας έχουν γίνει κουδούνια, κι επιπλέον έχετε καταναλώσει και αρκετό αλκοόλ. Πάντως, ανεξαρτήτως αυτού, θα πρέπει να υπάρχει μια ελάχιστη απαίτηση μέγιστης στάθμης για τα ηχεία σας, η οποία, κατά την άποψή μου, πρέπει να είναι γύρω στα 105dB. Εάν ένα ηχείο δεν μπορεί να ανεβάσει τέτοια στάθμη, τότε ή θα πρέπει να το απορρίψετε, ή να ελαττώσετε την απόσταση ακρόασης.

Επιστρέφοντας στο παράδειγμα των Αιόλων, αν συγκρίνετε αυτό το ηχείο με την ομόσταυλη Άρτεμις, ίσως να ξεκαθαρίσετε πιο πολύ το πώς λειτουργεί ο μηχανισμός της ευαισθησίας και της μέγιστης ισχύος. Η Άρτεμις προδιαγράφεται με ισχύ μικρότερη από τον Αίολο, 150Watt, αλλά και με μεγαλύτερη ευαισθησία, 91dB. Ακολουθώντας την παραπάνω διαδικασία προσδιορισμού της μέγιστης στάθμης, η Άρτεμις επιτυγχάνει ως ζεύγος στάθμη 116dB στο 1 μέτρο, οπότε, αντίστοιχα, και σε μεγαλύτερες αποστάσεις ακρόασης, η επίδοσή της θα είναι υψηλότερη από αυτήν του Αιόλου, και μάλιστα με χαμηλότερη ισχύ. Γιατί; Πολύ απλά, διότι είναι πιο ευαίσθητο ηχείο, και μπορεί να απορροφήσει ισχύ μικρότερη μεν από αυτήν που μπορεί ο Αίολος, αλλά όχι πια τόσο πολύ χαμηλότερη. Καλά, τότε γιατί είναι φθηνότερη από τον Αίολο; Χα!
 

Costas Coyias

Ημίθεος
Administrator
Μηνύματα
25.497
Reaction score
21.895
Πες μου τι παραμορφώσεις προτιμάς, να σου πω ποιος είσαι!

Όπως σας είπα στην αρχή, το να κατασκευάσει κανείς ηχεία είναι εύκολο, ακόμη κι αν αυτά δεν θα είναι ρε παιδί μου και τόσο σωστά, από σχεδιαστικής ή και κατασκευαστικής άποψης. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι βγαίνοντας να ψωνίσετε ηχεία, θα ψωνίσετε τελείως χύμα, ότι νά ‘ναι κι όπως νά ‘ναι, δεν συμφωνείτε; Ωραία!

Τα δύο κριτήρια που εξέθεσα παραπάνω, η απόκριση συχνότητας και η μέγιστη στάθμη, είναι τα πλέον σημαντικά και αντικειμενικά. Δεν μπορεί να τα αμφισβητήσει κανένας, ενώ βεβαίως αφορούν όλων των ειδών τα ηχεία, και τα μικρά και τα μεγάλα, και τα ακριβά και τα φθηνά, και τα hi-fi και τα high end, και τα ηλεκτροδυναμικά, και τα ηλεκτροστατικά και τα μαγνητοστατικά, όλα! Δηλαδή, μη βρεθεί κανένας θρασύς έμπορας - το θράσος περισσεύει στην αγορά του hi-fi, και σας πει ότι «αυτά που λέει ο Κόγιας είναι ανυπόστατα και δεν ισχύουν, και δεν είναι έτσι αλλά γιουβέτσι, διότι τα δικά μας ηχεία έχουν την τάδε τεχνολογία, και κάτσε και άκου εσύ με τα αυτάκια σου και μην ακούς τί λέει ο Κόγιας». Σας το λέω ευθέως και απερίφραστα, πως σε μια τέτοια περίπτωση, ο πωλητής απλώς προσπαθεί να σας εξαπατήσει. Άλλο τί αντιλαμβάνεσθε εσείς με τα «αυτάκια σας» και άλλο η πραγματικότητα. Perception is not reality, like it or not. Περισσότερα επ’ αυτού παρακάτω.

Αξίωμα: Κάθε ηχείο προσδιορίζεται ποιοτικά, εκτός των άλλων, και από τις παραμορφώσεις που εισάγει, και επομένως, επιλέγοντας να αγοράσετε κάποιο ηχείο, ουσιαστικά επιλέγετε τη συνισταμένη δύο τάσεων: των χρημάτων που θέλετε ή μπορείτε να ξοδέψετε, και του μείγματος παραμορφώσεων που έχει το ηχείο, και οι οποίες σας ταιριάζουν ιδιοσυγκρασιακά. Ενδέχεται να σας ταιριάζουν χαμηλότερες παραμορφώσεις αλλά το πορτοφόλι σας να μη φτάνει την τιμή του ηχείου που τις επιτυγχάνει. Από την άλλη, ενδέχεται να αγαπάτε τις παραμορφώσεις, ή να τις συγχωρείτε χάριν κάποιας κατασκευαστικής, ή άλλης ιδιοτροπίας του ηχείου, αλλά να σας τις χρεώνουν ακριβά. Θα μου πείτε, είναι κακό αυτό; Σας απαντώ ευθέως, όχι, αλλά υπό την προϋπόθεση ότι αυτό γίνεται εν γνώσει σας. Άλλο πράγμα να πληρώνεις κάτι από άγνοια, ανακαλύπτοντας εκ των υστέρων την αλήθεια, και άλλο να το πληρώνεις συνειδητά.

Βεβαίως, αν αναζητήσετε προδιαγραφές παραμορφώσεων στα φυλλάδια διαφόρων μοντέλων ηχείων, δεν θα βρείτε τίποτε σχετικό. Ελάχιστοι είναι οι κατασκευαστές που ανακοινώνουν παραμορφώσεις, και αυτό το κάνουν όχι για όλα τα μοντέλα τους, παρά μόνον για εκείνα που απευθύνονται σε συγκεκριμένες ομάδες πελατών, βασικά τις εξής δύο: τους συνειδητοποιημένους και γνώστες πελάτες, και τους επαγγελματίες. Αυτό το φαινόμενο, βέβαια, έχει τους λόγους του που συμβαίνει. Κατά την συνήθεια που επικρατεί εδώ και δεκαετίες, οι συσκευές που συνοδεύονται με προδιαγραφές παραμόρφωσης είναι οι ενισχυτές. Ενδεχομένως να συναντήσετε προδιαγραφές παραμόρφωσης και στα CD player, αλλά βασικά, το μάτι του αγοραστή έχει συνηθίσει να αναζητεί ως κριτήριο αυτήν την προδιαγραφή στους ενισχυτές, και πουθενά αλλού. Όμως, οι ενισχυτές είναι συσκευές αμιγώς ηλεκτρονικές, και ως εκ τούτου, είναι σχετικά εύκολο να έχουν χαμηλές παραμορφώσεις.

Αντιθέτως, ένα ηχείο, όπως βεβαίως και μια κεφαλή πικάπ, είναι μετατροπέας ενέργειας, και εγγενώς εισάγει παραμορφώσεις πολύ μεγαλύτερες, εν συγκρίσει με αυτές που έχουμε συνηθίσει να συναντούμε στους ενισχυτές. Έτσι, οι περισσότεροι κατασκευαστές τηρούν σιγήν ιχθύος, μιας και δεν θα ήθελαν να μάθει ο επόμενος πελάτης τους ότι το τάδε μοντέλο τους παίζει με αρμονική παραμόρφωση 10%, 20% ή 30%, όταν απορροφά ισχύ καμιά εκατοστή βατ. Λίγο το έχετε; Εκεί που έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε για παραμορφώσεις μηδέν κόμμα τόσο στους ενισχυτές, ε, ένα εικοσάρι ή τριαντάρι τοις εκατό έρχεται κάπως βαρύ. Βαρύ – ξεβαρύ, είναι η πραγματικότητα, τουλάχιστον για κάποια από τα ηχεία της αγοράς, αλλά ποια; Πώς μπορούμε να προσδιορίσουμε, έστω στο περίπου, αν ένα ηχείο παραμορφώνει πολύ; Και μάλιστα, πώς θα είμαστε σε θέση να συνδέσουμε αυτή τη συμπεριφορά με την τιμή του ηχείου; Διότι, είναι μάλλον λογικό και δεκτό, ένα φθηνό ηχειάκι των 300 ευρώ να παραμορφώνει εύκολα, αλλά τί γίνεται εάν το ηχείο κάνει κανά τεσσάρι ή οχτάρι χιλιάρικα, ή και ακόμη παραπάνω; Διότι, όπως και να το κάνουμε, και ένα τόσο ακριβό ηχείο θα παραμορφώνει, αλλά πόση παραμόρφωση δικαιούται, στα λεφτά που ζητάει; Εδώ ήρθαμε στα δύσκολα.

Τα αίτια των παραμορφώσεων σε ένα ηχείο εντοπίζονται στα τρία βασικά δομικά τους στοιχεία: στους κινητήρες, στην καμπίνα του ηχείου (ή στο πλαίσιο, αν πρόκειται για ηχείο τύπου πάνελ) και στο κροσόβερ, αν υπάρχει. Σας φώτισα ε; Για να το δούμε πιο αναλυτικά...

Ας ξεκινήσουμε από το τελευταίο, και παρακαλώ επιτρέψτε μου εδώ να είμαι απόλυτος, μιας και μιλάμε για το αυτονόητο: Το κροσόβερ με τη μικρότερη παραμόρφωση είναι το ηλεκτρονικό κροσόβερ, δηλαδή αυτό που διαχειρίζεται το σήμα σε επίπεδο line και όχι power. Δηλαδή, το ακριβέστερο κροσόβερ το έχουν τα ενεργά ηχεία. Σ’ αυτήν τη μορφή του, το κροσόβερ δεν δέχεται την παραμικρή ηλεκτρική καταπόνηση, και η ηχητική του ποιότητα εξαρτάται από τη σχεδίαση των τελεστικών που χρησιμοποιεί ως ενεργά στοιχεία, του τρόπου που τους «δουλεύει» ο κατασκευαστής, καθώς και από την ίδια τη σχεδίαση των φίλτρων του, σε συνάρτηση πάντοτε με τα κατά περίπτωσιν συγκεκριμένα μεγάφωνα.

Αντιθέτως, το κροσόβερ των παθητικών ηχείων διαχειρίζεται σήμα επιπέδου power, το οποίο μπορεί να έχει τάση 10, 20, 30, έως και 90, ή ακόμη και 100 βολτ, και ανάλογο ρεύμα. Βέβαια, τα 90 βολτ είναι ακραία, μιας και σε φορτίο 8Ω αντιστοιχούν σε 1000Watt, και απαντώνται σε περιπτώσεις όπου ο ακροατής είναι πολύ απαιτητικός από τα ηχεία του, χρησιμοποιώντας σε πραγματικά υψηλή στάθμη για μακρόν χρονικό διάστημα, ας πούμε πάνω από 15 λεπτά της ώρας. Αν νομίζετε πως 15 λεπτά είναι λίγα, εάν το ηχείο παίζει στο όριό του, μετά από αυτό το χρονικό διάστημα τα πηνία του κροσόβερ θα έχουν θερμανθεί από ελάχιστα έως πολύ, αναλόγως της διατομής του σύρματος, ενώ ανάλογο θερμικό φορτίο θα έχουν αποκτήσει και οι πυκνωτές και οι αντιστάσεις. Αναλόγως της ποιότητας αυτών των υλικών, τα ηλεκτρικά χαρακτηριστικά του κροσόβερ θα μεταβληθούν από λίγο έως και αρκετά, μετατοπίζοντας τα σημεία κρος, αλλά και το μέτρο της εμπέδησης του ηχείου, κάτι που θα ανακλασθεί στη μεταβολή της απόκρισής του, δηλαδή της ηχητικής του ποιότητας.

Μέσα από τον ίδιο μηχανισμό, το ίδιο θα πάθουν τα πηνία των μεγαφώνων του ηχείου, κάτι που θα προκαλέσει κάμψη της απόδοσής τους. Εάν διακόψετε τη λειτουργία του συστήματος και το αφήσετε να κρυώσει για καμιά – δυό ώρες, όλα αυτά οφείλουν να επανέλθουν στην αρχική τους κατάσταση, αλλά, όπως καταλαβαίνετε, αυτό είναι ανάλογο της ποιότητας των υλικών. Ανεξαρτήτως αυτής της θερμικής καταπόνησης, παραμορφώσεις εισάγουν και οι κώνοι των μεγαφώνων, ειδικά εάν κινούνται κοντά στο όριο της διαδρομής τους, κι αυτό συμβαίνει αμέσως, μόλις αρχίσει να λειτουργεί το μεγάφωνο.

Ο τρίτος πόλος παραμορφώσεων είναι βέβαια η καμπίνα του ηχείου, (ας επικεντρωθούμε εδώ αποκλειστικά στα ηλεκτροδυναμικά ηχεία). Όπως ασφαλώς γνωρίζετε, η καμπίνα του ηχείου υπάρχει για να απομονώνει ή να αξιοποιεί την πίσω ακτινοβολία του γούφερ, ενώ για τα μεγάφωνα των μεσαίων και πρίμων η ύπαρξή της δεν είναι απαραίτητη, αν και προσωπικά δεν μου αρέσουν τα ηχεία με «γυμνά» μεγάφωνα. Όπως και να έχει το πράγμα, ο τρόπος με τον οποίον είναι κατασκευασμένη η καμπίνα, ανακλάται στην επίδρασή της στο ηχητικό αποτέλεσμα του ηχείου. Εδώ θα συναντήσετε κατά βάσιν τρεις σχολές. Η πρώτη σχολή είναι η ακραιφνώς τεχνοκρατική, όπου η καμπίνα κατασκευάζεται κατά το δυνατόν αδρανής, ώστε να μην πάλλεται, διεγειρόμενη από τα μεγάφωνα. Η δεύτερη σχολή είναι πιο διαλλακτική σε αυτό το ζήτημα, και δίνει καμπίνες πιο «ζωντανές». Εδώ, πολύ σημαντικό ρόλο παίζει η ικανότητα του κατασκευαστή να επιτύχει μια καμπίνα που να διεγείρεται ομοιόμορφα, δηλαδή να μην παρουσιάζει μόνον κάποιο συγκεκριμένο συντονισμό σε κάποια συχνότητα, καθώς είναι πολύ εύκολο να ανιχνεύσει κανείς με το αυτί κάτι τέτοιο, ενώ από την άλλη, μια «κουτίλα» διεσπαρμένη σε πολλές συχνότητες είναι λιγότερο ενοχλητική, και υλοποιείται πιο εύκολα και με μικρότερο κόστος. Τέλος, η τρίτη σχολή έχει να επιδείξει τα ηχεία που στερούνται παντελώς κουτιού, καθώς αποτελούνται μόνον από μια πρόσοψη, επάνω στην οποία είναι βιδωμένα τα μεγάφωνα. Ασχέτως εάν εμένα προσωπικά, και που το βλέπω μόνον, ένα τέτοιο ηχείο με κάνει να βγάζω σπυριά, υπάρχουν κάποιοι κατασκευαστές που τα φτιάχνουν και κάποιοι αγοραστές που τα αγοράζουν. Πάντως, να ξέρετε πως ένα τέτοιο ηχείο επιδεικνύει συμπεριφορά παρόμοια με αυτήν ενός ηχείου πάνελ πλήρους φάσματος, δηλαδή στερείται των παραμορφώσεων που εισάγει η καμπίνα που δεν έχει, αλλά χρειάζεται πειραματισμός ως προς την απόστασή του από τον πίσω τοίχο, ώστε να μην παρουσιάζει ακυρώσεις στα μπάσα, και ακούγεται «άδειο» χαμηλά.

Επομένως, όπως καταφαίνεται, το μέγεθος των παραμορφώσεων που σωρεύει ένα ηχείο αποτελεί ένα οικονομοτεχνικό πρόβλημα για τον κατασκευαστή του, καθώς η μεγάλη και αδρανής καμπίνα, αλλά και τα μεγάφωνα που είναι σε θέση να παίζουν δυνατά, έχουν το κόστος τους, το οποίο είναι διόλου ευκαταφρόνητο. Όμως, το ερώτημα παραμένει: Αφού δεν είναι δυνατόν να μετρήσετε τα ηχεία που έχετε στη λίστα των αγορών σας, πώς μπορείτε να επιλέξετε αυτό που παραμορφώνει λιγότερο; Θα ρωτήσετε να σας πει ο καταστηματάρχης; Και τί περιμένετε να σας πει δηλαδή; Θα πει κάποιος κακό λόγο για την πραμάτεια του; Όχι βέβαια! Ίσως όμως να υπάρχει τρόπος, αλλά χρειάζεται προσπάθεια και λίγη εξάσκηση. Αυτό που χρειάζεστε είναι μια – δυό σωστές ηχογραφήσεις, και χρόνος για να επισκεφθείτε τα καταστήματα και να ακούσετε τα ηχεία που σας ενδιαφέρουν.

Για να εξετάσετε τη συμπεριφορά κάποιου ηχείου χαμηλά, στα μπάσα, μια ενδεδειγμένη λύση είναι τα drums. Υπάρχουν κι άλλα μουσικά όργανα που ηχούν εκεί χαμηλά, όπως το κοντραμπάσο ή το πιάνο, αλλά τα κρουστά που έχει ένα τυπικό σετ drums είναι αφ’ ενός μεν πιο απαιτητικά, υπό την έννοιαν ότι απαιτούν μεγάλες επιταχύνσεις από το γούφερ, κάτι που δεν υφίσταται στο κοντραμπάσο. Βέβαια, το πιάνο είναι το ίδιο απαιτητικό με τα drums, αλλά θα πρέπει να βρείτε κάποια σύνθεση που να περιέχει τις χαμηλές νότες του, πράγμα όχι ιδιαίτερα σύνηθες. Αντίθετα, μπορείτε να βρείτε δεκάδες ηχογραφήσεις με αξιοπρεπή drums, ενώ επιπροσθέτως, στα drums υπάρχουν και τα πιατίνια, όπου σας βοηθούν να αξιολογήσετε και τη συμπεριφορά του ηχείου στις υψηλές. Για τις μεσαίες συχνότητες μπορείτε να καταφύγετε σε κάποια καλή ηχογράφηση φωνής, ή χαλκίνων πνευστών, όπως η τρομπέτα και τα σαξόφωνα.

Θα μου πείτε, τί πάει να πει δηλαδή «καλή ηχογράφηση»; Πώς το καταλαβαίνουμε αυτό; Να σας πω... Σε μια καλή ηχογράφηση είναι χαμηλές οι παραμορφώσεις, τα όργανα ακούγονται καθαρά, όχι μουντά, ακούγονται – πώς να το πω- ζουμερά, αλλά κυρίως ακούγονται έχοντας μεταξύ τους μια σαφήνεια και μια φυσιολογική διαφορά στη στάθμη τους. Δηλαδή, μια σωστή ηχογράφηση δεν έχει συμπιεσμένη τη δυναμική περιοχή της. Αν μέσα στην ορχήστρα παίζει ένα φλάουτο, αυτό θα πρέπει να ακούγεται αναιμικό, σε χαμηλή στάθμη, και για να το ακούσετε ίσως να πρέπει να εντείνετε την προσοχή σας. Αντίθετα, ένα μεγάλο τύμπανο θα δεσπόζει, διότι αυτή είναι η πραγματική, η φυσική υπόσταση των μεγεθών μιας ορχήστρας. Άλλωστε, μια ηχογράφηση με αρκετά συμπιεσμένα δυναμικά «φαίνεται» αμέσως, ακούγεται, ακόμη κι αν την ακούτε σε σχετικά χαμηλή στάθμη. Πάρτε για παράδειγμα ένα τυπικό δείγμα σύγχρονης ελληνικής παραγωγής, έτσι όπως την αντιλαμβάνονται οι διάφοροι ανεγκέφαλοι στουντιάδες που έχουν ενσκήψει πίσω από τις κονσόλες με τις οποίες γίνεται το τελικό downmix, πάρτε ας πούμε το «Όταν θα φεύγεις» του Γιάννη Πλούταρχου. Όταν ακούτε αυτό το κομμάτι, θα νιώθετε ένα βαρύ, υφέρπον μπάσο να σας κουράζει τα αυτιά, ενώ στο φινάλε του, με το σβήσιμο της τελευταίας νότας θα νιώσετε τα ηχεία να «ξαλαφρώνουν». Άλλο παράδειγμα είναι το Tango του Julio Iglesias. Παρά το γεγονός ότι αυτός ο δίσκος είναι ένα εξαιρετικό ερμηνευτικό δείγμα του Ισπανού ερμηνευτή, περιέχοντας μερικές από τις κλασικές συνθέσεις του Αργεντίνικου τάνγκο, από τεχνικής πλευράς η παραγωγή του χωλαίνει, καθώς είναι αφύσικα «βαριά». Ειδικά τα πιατίνια ακούγονται τόσο έντονα, λες και είναι κρεμασμένα μπροστά στα αυτιά του ακροατή.

Κάτι ακόμα που πρέπει να αποφύγετε, είναι η αφύσικα «μεγάλη» φωνή του τραγουδιστή, κάτι που οι ηχολήπτες επιδιώκουν για να κάνουν την παραγωγή πιο εντυπωσιακή και τελικά πιο ελκυστική. Για παράδειγμα, αν ακούσετε την ερμηνεία του Μιχάλη Χατζηγιάννη στη «Θάλασσα πλατειά», θα διαπιστώσετε ότι η φωνή του ακούγεται υπερμέτρως δυνατά, ενώ φέρει και μια γερή δόση αντήχησης, που την κάνει να «φαίνεται» τεράστια, και να σκύβει σχεδόν απειλητικά πάνω από το κεφάλι του δόλιου του ακροατή. Ακόμη και ερήμην του παραγωγού, η ύπαρξη αυτού του φαινομένου οφείλεται ως ένα βαθμό και στο γεγονός, ότι ο τραγουδιστής τραγουδά φορώντας ακουστικά που παίζουν πολύ δυνατά στα αυτιά του, ώστε να ακούει την ορχήστρα, η οποία έχει προηχογραφηθεί, και τώρα προστίθεται και η φωνή του. Αντιθέτως, αν ακούσετε μια όπερα ή κάτι άλλο, σωστά ηχογραφημένο, η φωνή του τραγουδιστή ακούγεται πιο «άδεια», φτωχή, σε σχέση με την ορχήστρα, διότι πολύ απλά, έτσι είναι στην πραγματικότητα. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η Όπερα της Πεντάρας με τη Milva και τη Rias Berlin Sinfonietta υπό τον John Mauceri, καθώς επίσης και η συμμετοχή της Τερέζα Στράτας στο September Songs της ZDF, αλλά και ο θείος Φρανκ στο New York - New York. Επιμένω στην ορθή ηχογράφηση της φωνής, διότι κάποια ηχεία μπορεί να πάσχουν στην «ένρινη» περιοχή της φωνής, να έχουν διογκωμένη απόκριση περίπου στο διάστημα 120 – 500Hz, και αν η ηχογράφηση είναι φτιασιδωμένη, είναι πολύ δύσκολο να προσδιορίσει κανείς, πόσο από αυτό το φτιασίδωμα οφείλεται σε λάθη που κάνει το ηχείο, και πόσο οφείλεται στα λάθη που έκανε ο ηχολήπτης και ο παραγωγός της ηχογράφησης.

Έχοντας ξεδιαλύνει το θέμα της επιλογής ηχογράφησης, η διαδικασία ελέγχου του πόσο παραμορφώνει ένα ηχείο με το αυτί, ενδείκνυται να είναι μια συγκριτική ακρόαση δύο ηχείων παρεμφερούς τιμής, ή και παρεμφερούς μεγέθους, ώστε να προσδιορίσετε ποιο από τα δύο παίζει πιο φυσικά, όχι μια, αλλά όλες τις ηχογραφήσεις που έχετε μαζί σας. Από εκεί και μετά, αυξάνοντας προοδευτικά τη στάθμη και εξακολουθώντας να συγκρίνετε τα ηχεία μεταξύ τους, είναι πολύ εύκολο να ξεχωρίσετε αυτό που, αυξανομένης της στάθμης, εξακολουθεί να παίζει πιο φυσικά, παραμορφώνοντας λιγότερο από το άλλο. Αυτό μπορείτε να το κάνετε και εξετάζοντας μεμονωμένα ένα ηχείο, αλλά, όπως καταλαβαίνετε, για να αξιολογήσετε την κλιμάκωση της παραμόρφωσης, θα πρέπει να έχετε μεγάλη εξοικείωση με τις συγκεκριμένες ηχογραφήσεις, αλλά και συνολικά από που λέμε «εκπαιδευμένο αυτί». Σημειώστε πάντως, πως εάν τα εκάστοτε δύο συγκρινόμενα μοντέλα είναι παρεμφερούς τιμής αλλά διαφέρουν σε όλα τα άλλα, κυρίως στο μέγεθος, η σύγκριση μπορεί να σας μπερδέψει ή να σας βγάλει σε αδιέξοδο, χε, χε, χε. Για παράδειγμα, μπορεί το ηχείο που παραμορφώνει λιγότερο ενδέχεται να μην κατεβαίνει τόσο χαμηλά, όσο το άλλο, που μπορεί να φωνάζει και να διαμαρτύρεται περισσότερο όταν παίζει δυνατά, αλλά συγχρόνως είναι πιο «γεμάτο» χαμηλά, αποπνέοντας μια πληρέστερη ηχητική εικόνα. Σε μια τέτοια περίπτωση μην πελαγώσετε, απλώς πρέπει να θέσετε επί τάπητος τις προτεραιότητές σας.

Σκεφθείτε να μπει στο παιχνίδι και η εμφάνιση! Διότι, όπως και να το κάνουμε, το ηχείο είναι αυτό που «φαίνεται», αυτό που «δείχνει» περισσότερο μέσα σε ένα καθιστικό σε σχέση με όλες τις άλλες συσκευές ενός ηχητικού συστήματος, ενίοτε παίζοντας και ρόλο επίπλου. Αυτό το ξέρουν καλά κάποιοι κατασκευαστές, διαθέτοντας στην αγορά μοντέλα εξαιρετικής αισθητικής και με άριστο φινίρισμα, κάτι που φαίνεται αμέσως.
 

Costas Coyias

Ημίθεος
Administrator
Μηνύματα
25.497
Reaction score
21.895
Επιλέγοντας «μέγεθος»

Μετά από όλ’ αυτά, τί να σας πω, ή σας έχω πελαγώσει τελείως, ή έχετε βάλει τα πράγματα σε κάποια σειρά. Άλλωστε, δεν έγραψα και πολλά! Το μόνο που σας είπα είναι ο τρόπος που συνδέονται οι φυσικές διαστάσεις του ηχείου με την ηλεκτρική ισχύ του και την απόσταση ακρόασης, ώστε αυτό που ακούτε να μπορείτε να το ακούτε αξιοπρεπώς δυνατά, όποτε το θελήσετε. Ο συσχετισμός αυτών των χαρακτηριστικών είναι απλός: Μικρό ηχείο – περιορισμένα μπάσα – περιορισμένη μέγιστη στάθμη – μικρή απόσταση ακρόασης. Μεγαλύτερο ηχείο – καλύτερα μπάσα - υψηλότερη μέγιστη στάθμη – μεγαλύτερη απόσταση ακρόασης, κ.ο.κ. Όμως, σε πλείστες των περιπτώσεων το σενάριο περιλαμβάνει χώρο ακρόασης δεδομένων διαστάσεων και ένα ερώτημα να αιωρείται: πόσο μεγάλα ηχεία να πάρω; Ακούω από απόσταση τρία με τριάμισυ μέτρα, να πάρω ηχεία με δύο εξιμισάρια γούφερ, με ένα οχτάρι, ή με δύο οχτάρια; Κάποιοι υποστηρίζουν πως αν ένα γούφερ δεν έχει διάμετρο τουλάχιστον 10 ίντσες, μπάσο δε βγάζει με τίποτα. Ας πάρουμε το πράγμα με τη σειρά.

Είναι αλήθεια πως η εισροή που υπάρχει σε στενότητα είναι τα μπάσα. Οι μεσαίες και οι υψηλές συχνότητες μπορούν να αναπαραχθούν έως και σε πολύ υψηλή στάθμη, χωρίς ιδιαίτερα υψηλό κόστος. Το μεγάλο οικονομοτεχνικό πρόβλημα είναι στις χαμηλές συχνότητες. Αυτό που πρέπει να θυμάστε είναι πως δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να αποφασίσετε για το μέγεθος που θα έχουν τα γούφερ των ηχείων σας, με βάση τα τετραγωνικά του χώρου ακρόασης. Το κριτήριο επιλογής είναι αποκλειστικά η απόσταση ακρόασης, δηλαδή οι αποστάσεις που χωρίζουν το αριστερό ηχείο από το αριστερό αυτί σας και το δεξί ηχείο από το δεξί αυτί σας, και οι οποίες προφανώς πρέπει να είναι ίσες.

Εντελώς εμπειρικά, θα έλεγα ότι ένα ζευγάρι ηχεία με ένα γούφερ 6,5 ιντσών είναι κατάλληλα μόνο για κοντινές ακροάσεις, όχι πάνω από 2 μέτρα. Γύρω στα 3 μέτρα, μια καλή λύση είναι δύο γούφερ 6,5 ή 8 ιντσών, ενώ στα 4 μέτρα δε σας σώζει τίποτα. Εκεί, αναγκαστικά πρέπει να πάτε σε τουλάχιστον ένα 10άρι, δύο 8άρια ή ένα 12άρι γούφερ. Βέβαια, πρέπει να έχετε πάντοτε υπ’ όψη σας, πως η απόδοση ενός γούφερ, το πόσο χαμηλά κατεβαίνει, ΔΕΝ εξαρτάται μόνον από τη διάμετρό του, αλλά ΚΑΙ από το μήκος της μέγιστης διαδρομής του. Μην ξεχνάτε πως ο ήχος είναι ηχητική πίεση, και για να παραγάγει μπάσο ένα γούφερ, πρέπει να μετατοπίσει κάποια σεβαστή ποσότητα αέρα. Ανεξαρτήτως των υπολοίπων χαρακτηριστικών τους, αν ένα 10άρι γούφερ έχει μέγιστη διαδρομή ας πούμε 5 χιλιοστά, θα βγάζει περίπου το ίδιο μπάσο με ένα 8άρι γούφερ με μέγιστη διαδρομή 10 χιλιοστά, διότι σε χώρο περίπου ίδιο μετατοπίζουν την ίδια ποσότητα αέρα στη μονάδα του χρόνου.

Ωραίααααααα... Που πάτε! Περιμένετε, δεν τελειώσαμε!
 

Costas Coyias

Ημίθεος
Administrator
Μηνύματα
25.497
Reaction score
21.895
Διλήμματα, στερεότυπα και παρεξηγήσεις

Πρέπει να το ακούσω στο χώρο μου! Αλλιώς δεν...
Ασφαλώς πρόκειται για παρεξήγηση, καθώς κυκλοφορεί ευρέως η άποψη πως ο,τιδήποτε αγοράσετε, θα πρέπει οπωσδήποτε πρώτα να το ακούσετε στο χώρο σας. Αναφορικά με τα ηχεία, αυτό ενδείκνυται σε κάποιες περιπτώσεις, ενώ σε άλλες δεν είναι καν απαραίτητο. Γιατί; Πάρτε το λογικά!

Περίπτωση 1η: Ας πούμε πως ο χώρος ακρόασης του καταστήματος είναι ακουστικά σωστός, ενώ το ίδιο σωστός είναι και ο δικός σας χώρος. Σε μια τέτοια περίπτωση, αν είναι σωστό και το ηχείο, σωστά θα παίξει στο κατάστημα. Αφού και ο δικός σας χώρος είναι σωστός, γιατί να το εξακριβώσετε; Μπορεί εκεί να παίξει λάθος; Γιατί να παίξει λάθος; Θα το πειράξει το κλίμα, ή θα το ματιάσει η πεθερά σας;

Περίπτωση 2η: Αν ο χώρος ακρόασης του καταστήματος είναι σωστός και ο δικός σας χώρος λάθος, τότε αυτό που είναι το ηχείο, αυτό θα παίζει στο κατάστημα, αλλά θα παίζει οπωσδήποτε λάθος στο δικό σας χώρο.

Δηλαδή, ένα σωστό ηχείο δεν είναι αρκετό για να ακούτε σωστά, καθώς βασική επί τούτου προϋπόθεση είναι η ορθή ακουστική του χώρου σας.

Απομένουν δύο ακόμη περιπτώσεις, όπου, είναι – δεν είναι καλό το ηχείο, ενδείκνυται να το πάρετε και να το ακούσετε στο σπίτι σας, επειδή ο χώρος ακρόασης του καταστήματος είναι προβληματικός. Όμως, ο,τιδήποτε από τα παραπάνω κι αν συμβαίνει, ένα ηχείο το βλέπετε μέσα στο σπίτι σας με τρόπο τελείως διαφορετικό απ’ ό,τι στο κατάστημα, κι αυτό το γνωρίζουν πάρα πολύ καλά οι περισσότεροι καταστηματάρχες, και στο βαθμό που τους επιτρέπουν τα κεφάλαιά τους, δίνουν πρόθυμα συσκευές για να τις δοκιμάσετε στο σπίτι – και καλά κάνουν οι άνθρωποι δηλαδή. Να πουλήσουν θέλουν!

Στο σπίτι μπορείτε να αγγίξετε το ηχείο όσο θέλετε, να το περιεργασθείτε με την ησυχία σας, να το βάλετε να παίξει με τις ώρες. Ακόμη, θα έλεγα, πως εάν το ηχείο διανυκτερεύσει στο σπίτι σας, την άλλη μέρα θα το βλέπετε με ματιά πολύ πιο θετική από την προηγούμενη μέρα. Μέσα από αυτόν το ψυχολογικό μηχανισμό, το υπό δοκιμήν ηχείο κερδίζει πόντους στην εκτίμησή σας, ακόμη και χωρίς να το καταλαβαίνετε. Αυτό δεν είναι κακό βέβαια, καθώς μπορεί να σας οδηγήσει και σε μια αγορά που ποτέ δεν φανταζόσασταν, ή στο να αγοράσετε κάτι υποδεέστερο από κάποιο άλλο, που δεν είχατε την ευκαιρία να το πάρετε σπίτι για να το δοκιμάσετε.
 

Costas Coyias

Ημίθεος
Administrator
Μηνύματα
25.497
Reaction score
21.895
Πρέπει να «ματσάρει» με τον ενισχυτή
Τρίχες κατσαρές! Θέλετε ένα παράδειγμα; Τα Adam Tensor έχουν μεγάφωνα που προέρχονται από την ίδια την Adam και την επίσης γερμανική Eton, οι δε ενισχυτές τους έρχονται έτοιμοι από την Ice Power, όντας διαθέσιμοι σε ολόκληρη τη βιομηχανική αγορά, και ανάλογα με την ισχύ τους θα τους βρείτε σε μια γκάμα προϊόντων, από μονομπλοκ με τη φίρμα του Jeff Rowland έως τα κινητά τηλέφωνα της Samsung. Όταν η Eton σχεδίασε και κυκλοφόρησε στην αγορά αυτά τα μεγάφωνα, αυτοί οι ενισχυτές της Ice Power δεν είχαν σχεδιασθεί καν. Λέτε οι μηχανικοί της Adam να έχουν την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, και να ξέρουν να «ματσάρουν» ενισχυτές με μεγάφωνα; Αλήθεια, εσείς τί μάρκα παρμεζάνα προτιμάτε στο πέστο βασιλικού; Ή μήπως δεν ξέρατε πως το πέστο βασιλικού έχει παρμεζάνα;

Να μου πείτε πως το «μάτσινγκ» είναι μια τελείως αφηρημένη διαδικασία, όπου ο ιδιοκτήτης, τέλος πάντων ο χομπίστας ρε παιδί μου, μπερδεύει την Ηλεκτρονική με τη γευσιγνωσία (και κάτι άλλο ακόμα, αλλά ας μη γίνω χυδαίος), και «για τα δικά του αυτιά» το τάδε ηχείο «ταιριάζει» ή «αγαπά» τον δείνα ενισχυτή, έτσι μάλιστα, το δέχομαι. Δεν είναι κακό να κάνει κανείς και λίγη φιγούρα, και λίγο τον καμπόσο στην παρέα του, να προτάξει λιγάκι το εγώ του, αλλά μη τρελαθούμε πια! Όλα έχουν ένα όριο! Ένας σωστός ενισχυτής οδηγεί σωστά το φορτίο έως το ενεργειακό του όριο. Ένα σωστό ηχείο παίζει σωστά με έναν σωστό ενισχυτή, και ή οδηγείται έως το όριό του, αν μπορεί ως εκεί ο ενισχυτής, ή οδηγείται σωστά κάτω από το όριό του, έως εκεί που μπορεί ο ενισχυτής.


Οι βάσεις και η βασούλα
Εντάξει, τί θέλετε τώρα! Το παραδέχομαι, τα ηχεία βάσης είναι συνήθως πιο μουράτα και χλιδάτα από τα επιδαπέδια. Αλλ’ από την άλλη μεριά, πώς να σας το πω ρε παιδιά, τα ηχεία βάσης μου φαίνονται και λιγάκι ποντιακά! Τί θες ρε παλικάρι μ’; Θες να φτιάξεις ηχείο βάσης; Γιατί; Αφού έτσι κι αλλιώς, στο πάτωμα θα πατάει, θα πιάνει που θα πιάνει αυτό το χώρο, δώστου του καημένου κι άλλη καμπίνα, να του βοηθήσεις λιγάκι ακόμα το γούφερ! Τόσο κακό είναι δηλαδή; Ααα, μάλιστα! Θες να κάνεις το ηχείο μικρό; Εντάξει! Πέστο ηχείο βιβλιοθήκης, ή ηχείο για σερβάν! Τόσο κακό είναι δηλαδής;

Τώρα, εδώ που τα λέμε - και μη σας φύγει κουβέντα παραέξω ε; - οι βάσεις ηχείων είναι πάρα πολύ χρήσιμες. Διότι υπάρχουν και κάτι μάγκες κατασκευαστές, που φτιάχνουν κάτι ηχειάκια, δαπέδου λέει, και είναι – δεν είναι ένα μέτρο. Μα, αν το ηχείο ολόκληρο έχει μπόι 1 μέτρο, το τουήτερ του θα είναι σε ύψος γύρω τα 90 εκατοστά. Ούτε χαμηλοτάβανο διώροφο να ήταν! Τί να το κάνω το τουητεράκι εκεί κάτω! Δεν ξέρω για σας, αλλά όταν απλώνω την αρίδα μου στον καναπέ, ε, τα αυτιά μου είναι γύρω στο 1.10, άντε 1,05. Αν τα αυτιά μου είναι πιο χαμηλά, ε, δε θα ασχολούμαι με τα ηχεία, θα ασχολούμαι με γυναίκα που να πάρει! Αφήστε δηλαδή, που άμα πέσει στο πικάπ τίποτις αβανταδόρικο και ρυθμικό, κανένας Santana ή ο άλλος, πως τον λέν’, ο Tito Puente, ή κανένα τσα τσα τσα, σιγά μη μείνω καθισμένος στον καναπέ! Κώλο δε θα βάλω κάτω! Γι’ αυτό σας λέω, αν πάρετε κανένα τέτοιο χαμηλό ηχείο δαπέδου, ε, βάλτε το σε καμιά χαμηλή βάση, να ανέβει το τουήτερ στα 110, 115 εκατοστά, μη σας πω και παραπάνω! Θα με θυμηθείτε!

Έτσι λοιπόν, προτιμήστε ένα ηχείο δαπέδου. Θα έχει πιο μεγάλη καμπίνα, προς όφελος των χαμηλών, και εδώ που τα λέμε δηλαδή δε θά ‘ναι και πολύ ακριβότερο – μη σας πω ότι θα είναι στα ίδια λεφτά! Από την άλλη μεριά, αν σας αρκεί ένα μικρού όγκου ηχείο βάσης –μη ξεχνάτε την απόσταση ακρόασης!, αυτή είναι που έχει θεμελιώδη σημασία για τα μπάσα – αν, λοιπόν σας αρκεί ένα τέτοιο μικρό ηχειάκι, βουρ στον πατσά, αρκεί βέβαια να είναι σωστό. Μην είναι καμιά στριγγιά τσουρομπιχλιμπιδούρα και τρέχετε μετά...

Με ακίδες ή χωρίς ακίδες;
Έλα μου ντε! Κοιτάξτε! Δεν πα’ να ζυγίζει μισό τόνο, αν το ηχείο δεν πατάει σε ακίδες, αποκλείεται να είναι high end! Πάει και τελείωσε, χωνέψτε το! Αν θέλετε να είστε μέσα στη μόδα –ποια μόδα δηλαδή, για υστερία πρόκειται- φροντίστε το ηχείο που θα πάρετε να συνοδεύεται από ένα σετ τεσσάρων ακίδων. Δεν θα σας κάνουν κακό, θα έχουν μάλλον λογικό κόστος σε σχέση με το συνολικό κόστος του ηχείου, θα είναι εν–τε-λώς ά–χρη–στες, αλλά πάρτε τις, να είστε «in». Προσωπικά τις βρίσκω άσχημες και κακόγουστες -σιγά μη βάλω στο καθιστικό και κανένα σετ μαχαιριών φάτσα κάρτα- τί άλλο δηλαδή! Aλλά μπορεί να είμαι και λάθος, τι να πω.

Τώρα, αν θέλετε να γνωρίζετε την πραγματική λειτουργία των ακίδων, καθώς και το πόσο χρήσιμες είναι σε ένα οικιακό ηχητικό σύστημα, ρωτήστε κάποιο διαβασμένο εξατμισά. Εγώ τί να σας πω! Αφού δε θα πιστέψετε τίποτα, τζάμπα να τα γράψω; Δε λέει...
 

Costas Coyias

Ημίθεος
Administrator
Μηνύματα
25.497
Reaction score
21.895
Η διπλοκαλωδίωση
Οκ, το γράφω στα γρήγορα για να μη με πάρει καμιά αδέσποτη: Η διπλοκαλωδίωση δεν κάνει κακό, αλλά και δεν είναι απαραίτητη! Είναι απλώς μια παρεξήγηση, που εκμεταλλεύονται στο έπακρο και αδιάντροπα οι πωλητές καλωδίων, για να σας πουλάνε τη διπλάσια ποσότητα καλωδίου από αυτήν που ζητάτε. Τελεία και παύλα. Με τη διπλοκαλωδίωση, λέει, μεταφέρεται το σημείο της γείωσης από το «πλην» του ηχείου στη «γείωση» του ενισχυτή, μετά πάει βόλτα στα μαγαζιά, πίνει ένα εσπρέσσο στα όρθια και είναι πάλι σπίτι πριν τις δυόμισυ. Μα θα τρελαθούμε εντελώς; Εντάξει! Να τρελαθούμε! Αλλά εντελώς;

Είναι απίστευτο πόσο θράσος και εφευρετικότητα έχουν οι διάφοροι νεόκοποι Αϊνστάιν που μας έκαναν τη χάρη να φτιάξουν καλώδια για την κοινότητα hi-fi, αντί να πάνε να υπηρετήσουν τη NASA ή το CERN. Το ένα επιχείρημα που χρησιμοποιούν είναι το παραπάνω, ότι δηλαδή μεταφέρεται το σημείο της γείωσης από το «πλην» του ηχείου στο «πλην» του ενισχυτή, συγχωρήστε με αν δεν το διατυπώνω σωστά. Τί λε’ ρε, σοβαρά; Κι αν το ηχείο οδηγείται από κάποιον πλήρως διαφορικό ενισχυτή, και έτσι οι δύο ακροδέκτες του δεν ακουμπούν ποτέ στη «γείωση» του ενισχυτή; Τότε τί γίνεται; Η διπλοκαλωδίωση παύει να έχει τα σούπερ ντούπερ ευεργετικά αποτελέσματα, και είναι άχρηστη;

Αμ το άλλο; Και που λέτε, το άλλο επιχείρημα που προτάσσουν οι διάφοροι μπουρδοφωστήρες της κακιάς ώρας που ενέσκηψαν στο χώρο του hi-fi, μπαρδόν, του high end ήθελα να πω, λένε πως με τη διπλοκαλωδίωση εξειδικεύεται ο ρόλος κάθε καλωδίου, καθώς από το ένα περνάνε τα «πρίμα» και από το άλλο τα «μπάσα», ενώ αν το ηχείο τριπλοκαλωδιωθεί, τότε αποκτούν και οι μεσαίες το δικό τους -και καλά- dedicated καλώδιο. Τρίχες κατσαρές και το λουρί της μάνας! Σε μια σύνδεση διπλοκαλωδίωσης, από τους αγωγούς του κάθε κλάδου περνά η ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ που απορροφά αυτός ο κλάδος, και τίποτε άλλο. Θέλετε βελτίωση στο αποτέλεσμα; ΜΗΝ κάνετε διπλοκαλωδίωση, μείνετε στη μονοκαλωδίωση και χρησιμοποιήστε καλώδιο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗΣ ΔΙΑΤΟΜΗΣ! Αλλά και διπλοκαλωδίωση να κάνετε, και πάλι θα βελτιώσετε την ποιότητα της ηλεκτρικής σύνδεσης των ηχείων σας, όχι γιατί πήγε το σημείο γείωσης από το πλην του ηχείου στο πλην του ενισχυτή, αλλά διότι διπλασιάσθηκε η διατομή των αγωγών, και έτσι μειώθηκε η αντίστασή τους. Θέλετε ακόμη καλύτερα; Ελαττώστε, ελαχιστοποιήστε την αντίσταση του καλωδίου ελαττώνοντας το μήκος του, πηγαίνοντας το βουνό στον Μωάμεθ. Είναι στερεοφωνικός ο τελικός ενισχυτής σας, ή έχετε ολοκληρωμένο ενισχυτή; Ας προσέχατε, εγώ σας φταίω; Πάρτε ΔΥΟ μονομπλοκ, τοποθετήστε καθέναν από αυτούς κοντά στο αντίστοιχο ηχείο, με καλώδιο που μπορεί να είναι ΚΟΝΤΟ, ακόμα και κάτω από μισό μέτρο. Τόσο δύσκολο είναι δηλαδή;

Ναι, αλλά μπορεί να πεταχτεί σα –να μην πω τί- κάποιος εξυπνάκιας, να σας πει, «και καλά ρε φίλε, το ηλεκτρικό ρεύμα δηλαδή, η ηλεκτρική ενέργεια του ρεύματος της ΔΕΗ πώς μεταφέρεται τόσο μακριά, με τόσα μέτρα καλώδιο;» Μπαρδόν και να με συμπαθάτε δηλαδής να πούμε, αλλά όπως έχει πει και ο θείος Αλβέρτος, το «μακριά» είναι σχετικό. Βεβαίως τα ηχεία σας καταναλώνουν ισχύ, απορροφώντας ηλεκτρική ενέργεια του ιδίου τύπου με το ρεύμα της ΔΕΗ, αλλά οι ομοιότητες σταματούν εκεί. Το ηλεκτρικό ρεύμα του δικτύου ηλεκτροδότησης είναι βεβαίως εναλλασσόμενο ρεύμα, αλλά μιας μόνον συχνότητας, 50Hz, και εν πολλοίς σταθερής τάσης, 230 βολτ, η οποία είναι χαμηλή τάση, και γι’ αυτόν το λόγο, το μήκος του καλωδίου που περνά ηλεκτρικό ρεύμα 230 βολτ είναι πάρα πολύ μικρό, σε σχέση με την απόσταση που διανύει το ρεύμα από την πλησιέστερη γεννήτρια της ΔΕΗ ως την πρίζα σας. Διότι, για να έλθει το ρεύμα από τόσο μακριά, 500, 800, 1000 χιλιόμετρα και βάλε, έρχεται με πάρα πολύ υψηλή τάση, 400 ή 150KV (όσον αφορά την Ελλάδα), ενώ κάπου κοντά στο σπίτι σας η τάση του υποβιβάζεται στα 20KV, που είναι μέση τάση, και έτσι ταξιδεύει ως το μετασχηματιστή της γειτονιάς σας, πάρα πολύ κοντά στο σπίτι σας, ίσως και έξω από την πόρτα σας, όπου η τάση υποβιβάζεται κι άλλο, στα 400V από φάση σε φάση, ώστε εσείς να πάρετε μονοφασικό ρεύμα 230 βολτ στην πρίζα σας.

Κατ' αντιστοιχίαν με αυτά, η ενέργεια που καταναλώνει το ηχείο σας είναι σε μορφή εναλλασσομένου ρεύματος μεταβλητής τάσης και μεταβλητής συχνότητας, όπου η συχνότητα είναι πρακτικά 20 – 16000, άντε 20 – 17000Hz, και η τάση του είναι από 2 βολτ που αντιστοιχούν σε κατανάλωση ισχύος 1 βατ από 4ωμο ηχείο, μέχρι κάποια 30 – 50 βολτ σε πλείστες των περιπτώσεων, με τα 1000 βατ για φορτίο 8Ω να αντιστοιχούν σε τάση 89 βολτ. Επειδή, λοιπόν τα μεγέθη είναι εις βάρος του μήκους του καλωδίου, είναι προς όφελος της ποιότητας του συστήματός σας, να ελαττώσετε το μήκος των καλωδίων που μεταφέρουν ισχύ, δηλαδή των καλωδίων σύνδεσης των ηχείων, αυξάνοντας το μήκος αυτών που μεταφέρουν σηματοδότηση, δηλαδή των interconnect. Τελεία. Και πάμε παρακάτω.

Διενίσχυση; Ή μήπως ενεργά;
Ενεργά; Βεβαίως ναι!, αλλά να ξέρετε πως συνήθως δεν είναι φθηνά, ενώ, ως ένα σημείο, θα πρέπει να τα παντρευτείτε. Θέλω να πω δηλαδή, πως αν αγοράσετε ενεργά ηχεία, θα είναι πιο δύσκολο να τα μεταπωλήσετε ως μεταχειρισμένα κάποια στιγμή στο μέλλον, ενώ αν είναι παθητικά, θα τα μεταπωλήσετε σαφώς ευκολότερα.
Για διαφόρους λόγους, οι περισσότεροι χομπίστες του χώρου ρέπουν προς τα παθητικά ηχεία, προτάσσοντας διάφορες δικαιολογίες, και η δυσκολία μεταπώλησης είναι ίσως η σημαντικότερη από αυτές, και με το δίκιο τους οι άνθρωποι. Ένας άλλος λόγος είναι το γεγονός, ότι το ενεργό ηχείο είναι συσκευή πολύ περιεκτική, και δε σ’ αφήνει να «κάνεις παιχνίδι», αλλάζοντας ενισχυτές, δίκην πειραματισμού, ή ό,τι άλλο. Εκτός αυτού, το θέμα άπτεται και των προσωπικών προτιμήσεων που έχει καθένας μας. Φαντασθείτε να προτείνετε την αγορά κάποιων ενεργών ATC σε κάποιον που είναι φανατικός φίλος των λυχνιών! Θα σας κοιτάει σαν να του μιλάτε κινέζικα! Βέβαια, ακόμη και έτσι, τα ATC μπορούν να οδηγηθούν με έναν λαμπάτο προενισχυτή, αλλά ποιος δίνει σημασία στον προενισχυτή. Άμα ο άλλος έχει φάει κόλλημα με τις λάμπες, και θέλει να βλέπει μεγάλες λάμπες να γυαλίζουν στο σκοτάδι γυμνές, δεν μεταπείθεται με τίποτα, κι ας έχουν υποσκελισθεί οι λάμπες σε όλα τα επίπεδα από τους ημιαγωγούς.

Επομένως, εξετάστε σοβαρά το ενδεχόμενο να αγοράσετε ενεργά ηχεία, μόνον εάν έχετε ξεκαθαρίσει τί θέλετε από το σύστημά σας, μόνον εάν είστε άνθρωπος που δεν αλλάζει τις συσκευές του κάθε χρόνο, υπάρχουν και τέτοιοι δυστυχείς, μόνον εάν σας ενδιαφέρει να ακούτε σωστά, ανεξαρτήτως της τεχνολογίας με την οποία είναι υλοποιημένα τα ενισχυτικά σας.

Το θέμα της διενίσχυσης είναι κάτι που ενδείκνυται σε περιπτώσεις που αναβαθμίζετε το σύστημά σας, και ειδικά όταν σας έχει ξεμείνει κάποιος τελικός ενισχυτής, και θέλετε να τον αξιοποιήσετε με τα νέα σας ηχεία. Είναι εντελώς κουτό να αγοράσετε εξ αρχής νέα ηχεία και νέους ενισχυτές επί τούτου, ώστε να οδηγήσετε τα ηχεία σας με διενίσχυση. Η διενίσχυση είναι μια λύση ανάγκης, ώστε να διευκολύνετε την κατάσταση, όταν (νομίζετε πως) κανένας από τους δύο τελικούς που έχετε στη διάθεσή σας δεν είναι σε θέση να οδηγήσει ικανοποιητικά ή πλήρως τα ηχεία σας.

Έτσι, λοιπόν, εάν το σενάριο περιλαμβάνει έναν παλιότερο και έναν καινούργιο τελικό, οι οποίοι προφανώς θα είναι διαφορετικοί μεταξύ τους, τότε αναγκαστικά θα κάνετε οριζόντια διενίσχυση, με τους δύο τελικούς στο «κέντρο», ανάμεσα στα ηχεία σας, με τον έναν, τον ισχυρότερο, να οδηγεί τον κάτω κλάδο των ηχείων, τα «μπάσα», και τον άλλο να οδηγεί τον άνω κλάδο, ενώ αντίστοιχη είναι η κλιμάκωση σε περίπτωση τριενίσχυσης. Στην ασυνήθιστη περίπτωση που οι ενισχυτές είναι όμοιοι, και φυσικά στερεοφωνικοί, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος οριζόντιας, αλλ’ αντιθέτως επιβάλλεται να κάνετε κατακόρυφη διενίσχυση, όπου, καθένας εκ των δύο τελικών τοποθετείται κοντά στο ηχείο, και καθένα από τα κανάλια του οδηγεί έναν από τους δύο κλάδους του ηχείου.
 

Costas Coyias

Ημίθεος
Administrator
Μηνύματα
25.497
Reaction score
21.895
Ένα ή πολλά μεγάφωνα;
Πολλά! ΠΟΛΛΑ, πώς το λένε! Αν γίνει ένας αγώνας κωπηλασίας μεταξύ μιας οκτακώπου, μιας τετρακώπου λέμβου, ενός διπλού και ενός μονού σκιφ, με όλους τους κωπηλάτες να είναι περίπου ισάξιοι μεταξύ τους, πρώτη θα έλθει η οκτάκωπος, μετά η τετράκωπος, μετά το διπλό σκιφ, και τελευταίος και καταϊδρωμένος ο κωπηλάτης του μονού σκιφ. Αυτό θα συμβεί, όσες φορές κι αν επαναληφθεί η λεμβοδρομία. Γιατί; Διότι έτσι επιτάσσει η Φύση! Εκεί που ένα μεγάφωνο επιτυγχάνει στάθμη Α, καταναλώνοντας ισχύ Β, η ίδια στάθμη μπορεί να επιτευχθεί από δύο μεγάφωνα, καθένα από τα οποία θα καταναλώνει ισχύ Β/2, ενώ, και εδώ είναι το μεγάλο κόλπο, η παραμόρφωση καθενός από τα μεγάφωνα δεν θα είναι η μισή, αλλά συνήθως ακόμη χαμηλότερη.

Προσέξτε όμως, οι «κωπηλάτες» της «λεμβοδρομίας» πρέπει να είναι ισάξιοι! Η λύση των πολλών μεγαφώνων από μόνη της δεν είναι πανάκεια. Ένα ηχείο με δύο κακής ποιότητας midrange δεν μπορεί να ανταγωνισθεί το ένα και μοναδικό midrange του B&W802D, ή του ATC SCM50, ή του Xavian 360. Επομένως, τα πολλά μεγάφωνα είναι απλώς ένδειξη, και όχι απόδειξη της ποιότητας ήχου ενός ηχείου.

Ο ενισχυτής πρέπει να είναι μικρότερος για να μην τα «κάψω»
Μπουρμπούτσαλα, και τα ρέστα παγωτά! Όσες φορές έχω «κάψει» ηχείο, πάντοτε το έκανα με «μικρότερο» ενισχυτή, ποτέ με μεγαλύτερο. Εντάξει, πήρατε ηχεία «200 βατ» και ενισχυτή «80 βατ». Νομίζετε πως δεν μπορείτε να τα τινάξετε στον αέρα; Ο ενισχυτής που πήρατε ΔΕΝ είναι ισχύος «80 βατ», είναι ισχύος 80 βατ υπό συγκεκριμένους περιορισμούς παραμορφώσεων και φορτίου. Αν «βγάζει» 80 βατ υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις, μπορεί κάλλιστα να «βγάλει» 150, 250, ή ακόμα και 350 βατ υπό άλλες, πολύ πιο χαλαρές, ή ανύπαρκτες προϋποθέσεις, και όταν φθάσει στο όριο του ψαλιδισμού, θα το κάνει «άτσαλα», με μεγάλες παραμορφώσεις, κάτι που θα φέρει σε πολύ δύσκολη θέση τα γούφερ των ηχείων, ενώ στο μεταξύ τα τουήτερ πιθανότατα θα το έχουν πει το ποίημα.

Με μια εξαίρεση! Αν ο ενισχυτής είναι μικρούλης αλλά λαμπάτος, θα ιδρώσει ο καημένος, θα διαμαρτυρηθεί, θα αλλάξει χρώμα, αλλά συνεχές ρεύμα δε θα βγάλει ποτέ στην έξοδό του, δεν θα κλιπάρει, κυρίως διότι, πολύ απλά, το συνεχές ρεύμα δεν περνάει από τον μετασχηματιστή εξόδου. Απλά πράγματα.

Πάρτε όσο πιο ισχυρό ενισχυτή μπορείτε, ακόμα και ισχύος τριπλάσιας από αυτή με την οποία προδιαγράφονται τα ηχεία σας, αρκεί βέβαια να σας αρέσει ο ήχος του, η εμφάνισή του, οι «χροιές» του, η βαθμολογία του, τα «αστέρια» του, τέλος πάντων, αρκεί να πληροί όλα αυτά τα «κριτήρια» που σας έχουν γανώσει το κεφάλι οι πολύφερνοι ρηβιούερς που καταδυναστεύουν το χώρο. Όχι ότι επειδή έτσι θα κάνετε την καλύτετη δυνατή αγορά, αλλά επειδή αυτό τουλάχιστον θα νομίζετε. Λίγο είναι;
Σας τα λέω αυτά, διότι η επιλογή ενισχυτή είναι μεν απλό πράγμα, αλλά όχι τόσο απλό. Οι καλύτερες λύσεις ενισχυτή που έχετε στη διάθεσή σας σήμερα, είναι οι γραμμικοί ενισχυτές τάξης Α με τρανζίστορ, οι ενισχυτές τύπου PWM - οι λεγόμενοι και «ψηφιακοί», καθώς επίσης και κάποιοι (όχι πολλοί) λαμπάτοι, που είναι σωστά σχεδιασμένοι.

Άαα, μάλιστα! Δηλαδή υπάρχουν κάποιοι ενισχυτές τάξης Α που είναι καλύτεροι από κάποιους άλλους, επίσης τάξης Α! Ωραία!, και πώς διάολο ξεχωρίζουμε τον καλό τάξης Α από τον καλύτερο; Τί να σας πω... Βασικά, ένας τελικός ενισχυτής δεν είναι ένας, αλλά δύο ενισχυτές. Ένας ενισχυτής τάσης, και ένας ενισχυτής ρεύματος (που αποτελείται από αυτά που ονομάζουμε «τρανζίστορ εξόδου»). Το να φτιάξει κάποιος ένα σωστό ενισχυτή ρεύματος είναι το εύκολο κομμάτι της υπόθεσης. Το δύσκολο είναι η ενίσχυση της τάσης, διότι πολύ απλά, είναι κυρίως εκεί που εισάγονται οι παραμορφώσεις. Όχι αυτές που ανακοινώνονται στα φυλλάδια προδιαγραφών, άλλες παραμορφώσεις, όπως η παραμόρφωση κροσόβερ. Άρα, μην επαφίεσθε στην «τάξη Α», του ενισχυτή ρεύματος. Το μεγαλύτερο τμήμα της ποιότητας ήχου ενός τελικού ενισχυτή οφείλεται στη σχεδιαστική ορθότητα του ενισχυτή τάσης, κι αυτό δεν θα σας το πει κανένας, διότι πολύ απλά, ο ενισχυτής τάσης είναι μικρός σε διαστάσεις, δεν «φαίνεται», δε «δείχνει», δεν εντυπωσιάζει, όπως δείχνουν οι τεράστιοι μετασχηματιστές, και τα τεράστια ψυγεία του ενισχυτή ρεύματος. Βέβαια, χρειάζονται κι αυτά – δεν είναι άχρηστα! Αλλά τη ζημιά που έχει προηγηθεί εξ αιτίας ενός όχι και τόσο καλού ενισχυτή τάσης είναι αδύνατο να τη διορθώσει ο ενισχυτής ρεύματος, ακόμα κι αν είναι ο καλύτερος του κόσμου.

Καλά ε; Να μη σας πω για τους «ψηφιακούς» ενισχυτές! Μεγάλη πλάκα! Είναι απίστευτο τί έκφραση μπορεί να πάρει κάποιος που ακούει για πρώτη φορά έναν ψηφιακό ενισχυτή. Για μένα μιλάω, όχι για κανέναν άλλον! Μιλάμε για ψυχολογικό πατατράκ, όχι αστεία! Διότι, έρχεται μια ωραία πρωία ένας τυπάς, σου φτιάχνει ένα τοσοδούλι πραγματάκι, με όγκο όσο τρία – τέσσερα CD μαζί με τα κουτιά τους, και σου λέει «πάρτο, είναι 500 βατ». Αμ το πώς παίζει; Ααα, το πώς παίζει! Μιλάμε για το γέλιο της αρκούδας. Καθόμουν σά χάνος και αναρωτιόμουνα, να πάω να ξεβουλώσω τα αυτιά μου, ή να πάω για ψάρεμα; Εδώ που τα λέμε τώρα, αυτά τα σατανικά μηχανάκια έχουν φέρει πολύ κόσμο σε δύσκολη θέση! Αν κάποιος είναι τελικός χρήστης, σου λέει «όχι ρε γαμώτο, εγώ πλήρωνα σα μαλάκας τόσα χρόνια για καλούς ενισχυτές, κι έρχεται τώρα τούτο ‘δώ το χαμίνι και τα ισιώνει όλα με τη μία»; Όμως, το χειρότερο είναι να είσαι μαγαζάτορας, και να αντιπροσωπεύεις λευκούς ελέφαντες. Τέλος πάντων, αξίζει να έχετε πολύ σοβαρά υπ’ όψιν τους ενισχυτές PWM, αλλά ό,τι και αν αποφασίσετε, είτε κλασικό γραμμικό, είτε «ψηφιακό» ενισχυτή, μέσα θα είστε, αρκεί το μηχανάκι να είναι καλής ποιότητας.

Για τους λαμπάτους, το πράγμα είναι ίσως απλούστερο. Εδώ υπάρχουν κατά βάσιν δύο σχολές. Οι μεν θέλουν λάμπες, μεν, αλλά και ακρίβεια στον ήχο, δηλαδή χαμηλές παραμορφώσεις, ενώ βεβαίως –πολύ σωστά- απαιτούν σωστά άκρα, δηλαδή αξιοπρεπή μπάσα και πρίμα, κάτι όχι αυτονόητο στους ενισχυτές λυχνίας. Οι της άλλης σχολής είναι τα θύματα της υπόθεσης, οι ρομαντικοί, που θέλουν «ήχο λάμπας», δηλαδή γλυκάδες, κουδουνίσματα, χαλαρά μπάσα με λάθη, «λέιντ μπακ» πρίμα και τα τοιαύτα και άλλες τέτοιες ανοησίες. Δεν είναι κακό να είναι κανείς ρομαντικός, το αντίθετο μάλιστα, ασχέτως του ερείσματος. Άλλος είναι ρομαντικός για τα μάτια της γυναίκας του, άλλος για τα μάτια της γκόμενας υπό το σεληνόφως, άλλος για ένα μάτσο λάμπες. Διαλέγετε και παίρνετε αυτό που σας ταιριάζει. Εντάξει, και το χειρότερο λαμπάτο της αγοράς να πάρετε, δε θα πάθετε και τίποτα. Απλώς, όλοι οι άλλοι θα έχουν ήχο πολύ καλύτερο από σας. Αυτό είν’ όλο.
 

Costas Coyias

Ημίθεος
Administrator
Μηνύματα
25.497
Reaction score
21.895
Ρε μήπως να πάρω ηχεία ενός δρόμου, χωρίς κροσόβερ;
Βεβαίως να πάρετε! Σας κρατάει κανένας; Αρκεί να γνωρίζετε πως το hype που έχει ενσκήψει πάνω από τα μονόδρομα ηχεία, διευκολύνει όλους τους κατασκευαστές που τυρβάζουν περί την συγκεκριμένη «τεχνολογία», να μοστράρουν τη βάρκα για φρεγάτα και να τη χρεώνουν ανάλογα, χωρίς κανέναν ηθικό ενδοιασμό, εντελώς ωμά, και η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη με τις κόρνες!

Διότι ρε παιδί, μου, είναι πολύ κακό να χωρίζεις το «ενιαίο» μουσικό σήμα της μουσικής με το κροσόβερ, αυτό το παραφερνάλι του διαβόλου. Άλλωστε, τί πιο φυσικό από το να «βγιαίνουν» όλες οι συχνότητες από ένα μεγάφωνο! Έτσι δε γίνεται και στη Φύση; Να!, πάρτε παράδειγμα τα έγχορδα της οικογενείας του βιολιού. Το βιολί είναι αυτό που ανεβαίνει ψηλά, το βιολοντσέλλο είναι πιο «μπάσο», ενώ το κοντραμπάσο είναι εντελώς μπάσο, αλλά όλα έχουν το ίδιο μέγεθος! Τί! Δε με πιστεύετε; Βάλτε τα δίπλα – δίπλα να το δείτε, άμα δε με πιστεύετε, μπαααααα! Να πούμε για το μπουζούκι, τον ταμπουρά και το μπαγλαμά; Τα ίδια κι εκεί! Αμ τα σαξόφωνα; Βάλτε δίπλα – δίπλα ένα σοπράνο σαξοτέτοιο με ένα άλτο, ε, ίδια θα είναι, τί διάολο! Αμ οι χορδές της κιθάρας; Να, μα την Παναγία δηλαδή, άμα δε με πιστεύετε ρωτήστε και το Μάκη τον Αμπλιανίτη, όταν πάει να πάρει καινούργιες χορδές για την κιθάρα του, η «πάνω» με την «κάτω» Μι είναι εντελώς ίδιες, μα ολόιδιες ρε παιδί μου! Αφού τους κολλάει πάνω ένα ετικετάκι για να τις ξεχωρίζει! Ε τί, ψέματα θα σας πω τώρα;

Τώρα, λοιπόν, που ξέρετε ότι ένα μονόδρομο ηχείο ακούγεται σαν τζουκ μποξ της δεκαετίας του ’50, και τιμάται όσο ένα σύγχρονο ακριβό και σωστό ηχείο, αγοράστε το. Τώρα που ξέρετε πως η κόρνα είναι ένας «ακουστικός τηλεφακός», ένα κατευθυντήριο εμπόδιο περίθλασης, που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στο παρελθόν από ανάγκη και μόνον, επειδή τότε ήταν ακόμη τεχνολογικώς αδύνατο -ή πάρα πολύ δαπανηρό- να κατασκευασθούν ισχυροί ενισχυτές και ισχυρά μεγάφωνα, πάρτε μια σύγχρονη ηλεκτρική ντουντούκα και πληρώστε τη για εκκλησιαστικό όργανο. Κουμάντο στην τσέπη σας θα κάνω; Άμα θέλετε ο αγάς να σας σφάξει στο γόνατο, νομίζετε πως θα τον εμποδίσω εγώ; Δε σφάξανε! Έχετε το απόλυτο δικαίωμα να κάνετε λάθος, ακόμη κι αν το γνωρίζετε. This is capitalism.

Μήπως να μην πάρω μπας ρηφλέξ;
Βασικά, να μην πάρετε, αλλά θα βρείτε ηχεία που να μην είναι μπας ρηφλέξ; Εδώ σας θέλω. Εντάξει, και μπας ρηφλέξ να είναι το ηχείο, αν είναι σχεδιασμένο σωστά, σωστά θα παίζει, αλλά χωρίς να φθάνει το λιγότερο μεν, αλλά καλύτερης ποιότητας μπάσο που θα βγάλει ένα ηχείο με γούφερ σε καμπίνα κλειστού τύπου.

Ο σωλήνας μπας ρηφλέξ είναι ένας Helmholtz resonator (ελληνιστί, Χέλμοτς ρηζονέιτορ...) και αποτελεί ακόμη ένα μεγάφωνο του ηχείου, το οποίο τροφοδοτείται ενεργειακά από την πίσω ακτινοβολία του γούφερ. Οι επικρίσεις που δέχεται η οπή της ανάκλασης μπάσων συνάγονται στη φράση «βγάζει πολλή βρωμιά». Βεβαίως, αυτή η βρωμιά αφορά τις εσφαλμένες σχεδιάσεις, υπάρχουν και τέτοιες, που συνήθως απαντώνται σε μικρά ηχεία. Δεδομένων και σταθερών όλων των άλλων παραγόντων, (ελληνιστί, ceteris paribus), εάν ελαττωθεί το διαμέτρημα του σωλήνα ανάκλασης μπάσων, θα πρέπει να ελαττωθεί και το μήκος του, αλλά με μια παραχώρηση, ότι αυξάνεται η ταχύτητα του αέρα σ’ αυτόν. Έτσι, κάποιες σχεδιάσεις που λόγω χώρου, βασικά ελλείψει βάθους καμπίνας, πρέπει να έχουν μικρό μήκος σωλήνα, ο σωλήνας είναι αναγκαστικά μικρού διαμετρήματος, και εάν ο σχεδιαστής το παρακάνει, τότε η ταχύτητα του αέρα γίνεται πολύ μεγάλη, και ο σωλήνας αρχίζει να ακούγεται σαν την εξάτμιση του καϊκιού, κάνοντας αυτό το χαρακτηριστικό «μποφ - μποφ». Βέβαια, αυτό συμβαίνει σε σχετικά μεγάλη στάθμη, και όχι όταν το ηχείο παίζει σχετικά χαμηλά, μέχρι κάποια 5 – 6 βατ. Αντιθέτως, ένα ηχείο με κλειστή καμπίνα στερείται παντελώς τέτοιων προβλημάτων, αλλά παρουσιάζει και κάμψη στα μπάσα, δεν κατεβαίνει αρκετά, τόσο όσο κάποιο αντιστοίχου όγκου με οπή ανάκλασης μπάσων. Έτσι, σε έναν χώρο, και διανύοντας μια εποχή, όπου κυριαρχούν ο εντυπωσιασμός, η υπερβολή, η επίδειξη και η ημιμάθεια, άντε να πείσεις κάποιον να πάρει εκείνο το «αναιμικό» κλειστό ηχείο, και όχι το άλλο, που έχει οπή και «πλούσια μπάσα». Αυτό το ξέρουν πολύ καλά όλοι οι κατασκευαστές, και ανάλογες σχεδιάσεις παρουσιάζουν.

Το αντίστοιχο δεν γίνεται και με τους ακροδέκτες σύνδεσης; Τί κι αν ο κατασκευαστής γνωρίζει ότι η διπλοκαλωδίωση είναι άχρηστη, θα εξοπλίσει το ηχείο του «κανονικά» με τέσσερις ακροδέκτες, μη σας πω και έξι, για τριπλοκαλωδίωση –και σιγά το παραπάνω κόστος!, ώστε να μη βρεθεί κανένας εξυπνάκιας ρηβιούερ και του την πει, κι ασ’ τον πελάτη να κάνει ό,τι θέλει, ας κόψει το λαιμό του. Αυτός πληρώνει, αυτός αποφασίζει.
 

Costas Coyias

Ημίθεος
Administrator
Μηνύματα
25.497
Reaction score
21.895
Μήπως να πάρω πάνελ;
Βεβαίως να πάρετε πάνελ, αλλά θα τα αντέξετε; Κοιτάξτε! Τα πάνελ έχουν πολύ μεγάλες τις δύο διαστάσεις τους, και φαντάζουν μέσα στο χώρο σας σας μπαλκονόπορτες, τουλάχιστον τα μεγάλα πάνελ, ενώ επιπλέον χρειάζονται και έναν «αέρα» πίσω τους, αλλά όχι πολύ μεγάλο, γιατί τότε θα ακυρώνονται οι χαμηλές. Βεβαίως, αν το ηχείο είναι υβριδικό, δηλαδή αν υποστηρίζεται χαμηλά από ηλεκτροδυναμικό μεγάφωνο, τότε η τοποθέτησή του είναι σαφώς πιο εύκολη υπόθεση. Ένα άλλο, εγγενές μειονέκτημά τους είναι η μικρή διασπορά, με την εξαίρεση κάποιων μοντέλων που έχουν μεμβράνη διατεταγμένη ως τμήμα κυλίνδρου, αλλά και πάλι δεν μπορούν να φθάσουν τη διασπορά των ηλεκτροδυναμικών.

Όμως, το μεγαλύτερο ίσως μειονέκτημα των πάνελ έγκειται στο γεγονός πως είναι αυτοσχέδιοι μηχανισμοί, υπό την έννοιαν ότι οι κινητήρες τους κατασκευάζονται από τον ίδιο τον κατασκευαστή του ηχείου, και έτσι, οποιαδήποτε βλάβη είναι BLR, beyond local repair. Εκτός αυτού, η ίδια η φύση του πάνελ προσδίδει στον κινητήρα του σχετικά μειωμένη διάρκεια ζωής. Πόσο θα ζήσει ένα πάνελ πια; Πέντε, οκτώ, δέκα χρόνια; Έχω στα χέρια μου ηλεκτροδυναμικά μεγάφωνα που εξακολουθούν να παίζουν μετά από 25, ή ακόμα και 40, και 50 χρόνια υπό τον ήλιο. Θα μου πείτε, εντάξει μετά από οκτώ χρόνια, ποιος νοιάζεται;

Τί λέτε; Νομίζετε πως ένα πάνελ είναι φθηνό ηχείο; Στην ουσία βέβαια, φθηνό θα έπρεπε να είναι, ή τέλος πάντων φθηνότερο από ό,τι είναι σήμερα. Βλέπετε όμως, επειδή τα πάνελ έχουν τη φήμη του «ψαγμένου» ηχείου, ουδέποτε ήταν φθηνά, αποκλείοντας έτσι κάποιους πελάτες με χαμηλότερο βαλάντιο. Άλλωστε, δεν είναι δουλειά του κατασκευαστή πάνελ να κάνει κοινωνική πολιτική επί της ποιότητας ήχου των χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων. Λεφτά θέλει να βγάλει, και τα βγάζει κανονικά, σφάζοντας στο γόνατο. Αφού πουλάει; Κορόιδο είναι; Αχχχ, μην αρχίσετε τα γνωστά περί «τεχνογνωσίας» και άλλα τέτοια, σας παρακαλώ, δε θα το αντέξω, θα μαχαιρωθώ. Άντε μπράβο...

Αυτά τα μειονεκτήματα έρχεται να τα αντισταθμίσει η εξαιρετική ποιότητα ήχου των πάνελ, ειδικά των ηλεκτροστατικών, μιας και τα κινούμενα μέρη τους έχουν από κατασκευής πολύ μικρή μάζα, επιτυγχάνοντας έτσι τεράστιες επιταχύνσεις, ασύλληπτες για ένα ηλεκτροδυναμικό μεγάφωνο, και αυτός είναι ο λόγος που κάποιοι ορκίζονται σ’ αυτά. Εσείς;


Δίδρομο ή τρίδρομο;
Να σας πω... Ανεξαρτήτως τί λέει ο Οβελίξ, το να φτιάχνει κανείς μενίρ, είναι χοντροδουλειά, και επομένως πρέπει να είναι προσηλωμένος σ’ αυτό και μόνον. Από την άλλη, υπάρχουν και αξιοπρεπέστατα ηχεία δύο δρόμων, αλλά θεωρήστε πως σχεδόν όλα τα «μεγάλα» και ακριβά ηχεία είναι τριών δρόμων και πάνω. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που φοβούνται τα κροσόβερ, ίσως διότι δεν τα κατανοούν, ενώ κάποιοι άλλοι επιμένουν πως η -και καλά- «κρίσιμη» περιοχή των μεσαίων, ας πούμε 300 – 3000Hz, πρέπει να αναπαράγεται από έναν κλάδο, ώστε να μη «σπάει» η ομοιγένεια με κροσάρισμα. Μάλλον εννοούν με κακό κροσάρισμα, διότι ένα σωστό κροσάρισμα δεν «ακούγεται». Βεβαίως, αν δε με πιστεύετε ότι δεν ακούγεται, πάρτε ένα δίδρομο να έχετε το κεφάλι σας ήσυχο. Εεε, δεν ακούγεται λέμε!, τί να κάνουμε τώρα; Μπααααα!
 

Costas Coyias

Ημίθεος
Administrator
Μηνύματα
25.497
Reaction score
21.895
Αγάπη μου παλιόγρια
Και με τα μεταχειρισμένα; Ουουουουουου, του κουτρούλη ο γάμος! Μηχανάκια που δεν έχουν κλείσει χρόνο και πωλούνται στη μισή τιμή. Εξαιρετικά μηχανάκια 5ετίας στο 1/3 της τιμής, μη σας πω και παρακάτω. Αλλά πρέπει να προσέχετε! Όλα εξαρτώνται από το ποιόν του προηγουμένου ιδιοκτήτη.

Μιλώντας για ηχεία, η ηλικία και το βάρος της χρήσης που έχουν υποστεί, ανακλώνται σε τρία σημεία, ένα που το βλέπετε αμέσως, και δύο που πρέπει να ψάξετε για να τα δείτε. Αυτό που μπορείτε να δείτε αμέσως και χωρίς περιστροφές είναι η κατάσταση των εξωτερικών επιφανειών του ηχείου. Αν ένα ηχείο έχει πολλές γρατσουνιές, αυτό υποδηλώνει απρόσεκτο ιδιοκτήτη, αλλά μη νομίσετε πως οι προσεκτικοί ιδιοκτήτες ακούν μαναχά Γρηγοριανό μέλος και δωδεκάχρονες παρθένες να σιγοψάλλουν το Ave Maria στη σιωπή του λυκαυγούς. Τα σιγανά ποταμάκια να φοβάστε!

Έτσι, λοιπόν, αυτό που δεν φαίνεται αμέσως και με τη μία, είναι το βάρος της ηλεκτρικής χρήσης που έχουν υποστεί τα ηχεία. Μη ξεχνάτε ποτέ, πως τα ηχεία είναι πρωτίστως ηλεκτρικές μηχανές, και μετά ο,τιδήποτε άλλο. Υπό την προϋπόθεση πως θα σας το επιτρέψει ο ιδιοκτήτης τους, εδώ μπορείτε να εξετάσετε βασικά δύο πράγματα. Πρώτον, να φέρετε στο φως του Ηλίου την πλακέτα του κροσόβερ, και να εξετάσετε αν οι πυκνωτές και οι αντιστάσεις φέρουν σημάδια θερμικής καταπόνησης. Ακόμη κι αν το ηχείο είναι πολύ ακριβό, ενδέχεται να έχει στον κλάδο των χαμηλών ηλεκτρολυτικούς πυκνωτές, πιθανότατα στα 63V. Αν και αυτό το βολτάζ είναι αρκετά υψηλό για τη συγκεκριμένη εφαρμογή, παρατεταμένη χρήση των ηχείων σε υψηλές στάθμες πιθανότατα θα έχει θερμάνει τους πυκνωτές επανειλημμένως, κάτι που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την αποκόλληση της ζελατίνας με τα χαρακτηριστικά τους από την αλουμινένια συσκευασία τους. Πυκνωτές που έχουν φθάσει σε αυτήν την κατάσταση, δεν έχουν καμιά σχέση με αυτό που ήταν καινούργιοι, και πρέπει οπωσδήποτε να αντικατασταθούν. Όσον αφορά τους υπολοίπους πυκνωτές, αυτοί θα είναι είτε πολυεστερικοί, είτε πολυπροπυλενίου, με βολτάζ τουλάχιστον 100 ή 160V, και δεν θα έχουν πάθει το παραμικρό.

Επίσης, σε περίπτωση που το κροσόβερ έχει και κάποιες αντιστάσεις, παρατηρήστε αν το σώμα τους έχει ομοιόμορφο χρώμα παντού, ή είναι ψιλομαυρισμένες στο μέσο τους. Μάλιστα, αν μια αντίσταση δεν είναι «στον αέρα», δεν απέχει αρκετά από την πλακέτα, ώστε να αερίζεται καλύτερα, και είναι ξαπλωμένη πάνω στην πλακέτα, μπορεί να την έχει μαυρίσει κι αυτή, σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις. Και αυτές οι αντιστάσεις χρειάζονται αντικατάσταση.

Εάν το κροσόβερ έχει τέτοιου είδους σημάδια, ασφαλώς τα μεγάφωνα που είναι συνδεδεμένα πάνω του έχουν περάσει δύσκολες στιγμές, και ειδικότερα στην αράχνη και το πηνίο φωνής. Για την αράχνη δεν μπορείτε να δείτε τίποτα, εκτός εάν έχει διαρρηχθεί, αν έχει κάποιο σκίσιμο, αλλά αυτό είναι μάλλον απίθανο.

Το μόνο που απομένει να εξετάσετε είναι η γεωμετρία του πηνίου φωνής του γούφερ, και ίσως και της μονάδας μεσαίων. Το πηνίο φωνής είναι τυλιγμένο πάνω σε έναν κύλινδρο, γνωστό ως former, και αναλόγως των θερμικών καταπονήσεων που έχει υπομείνει, ενδέχεται να έχει χάσει την κυλινδρική του μορφή, να έχει γίνει λιγάκι οβάλ, με αποτέλεσμα να «βρίσκει», να τρίβεται πάνω στους οπλισμούς του μαγνητικού διακένου. Αυτό το σύρσιμο μπορείτε ίσως και να το ακούσετε, υπό συνθήκες οικιακής ησυχίας, και ακόμη καλύτερα να το νιώσετε με το χέρι σας, αν πιέσετε τον κώνο προς τα μέσα, πατώντας τον με τα διάκτυλά σας –όχι μονόπατα- αλλά σε τρία διαφορετικά σημεία που σχηματίζουν ισόπλευρο τρίγωνο, το οποίου το κέντρο βάρους συμπίπτει με το κέντρο του μεγαφώνου. Αν το πηνίο «σέρνει», το μεγάφωνο έχει υποφέρει πολύ, και πρέπει να αντικατασταθεί.

Απομένει λοιπόν, να εξετάσετε αν υπάρχουν μεγάφωνα διαθέσιμα ως ανταλλακτικά, ενώ όποιες επισκευές γίνουν σε ένα ηχείο, καλόν είναι ακριβώς οι ίδιες να γίνουν και στο άλλο, ανεξαρτήτως εάν εκεί επιβάλλονται ή όχι. Για παράδειγμα, αν αλλάξετε τους ηλεκτρολυτικούς στο κροσόβερ του αριστερού ηχείου, κάντε το ίδιο και στο δεξί, ακόμη κι εκεί οι ηλεκτρολυτικοί είναι σε καλή κατάσταση. Επίσης, αν χρειαστεί να αλλάξετε το γούφερ του δεξιού ηχείου, αγοράστε δύο κομμάτια ώστε να αλλάξετε το γούφερ και στο άλλο ηχείο, και κρατήστε το παλιό για ώρα ανάγκης.
 

Costas Coyias

Ημίθεος
Administrator
Μηνύματα
25.497
Reaction score
21.895
Κόλπα, μαϊμουδιές και σαλτιμπάγκοι

Θωρακισμένο καλώδιο
Εντάξει, δεν είναι και σύνηθες φαινόμενο, αλλά υπάρχουν και κάποιοι θρασείς σαλτιμπάγκοι, όπως αυτός εδώ, όπου, όχι μόνο εξοπλίζουν τα ηχεία τους με θωρακισμένο καλώδιο, τουλάχιστον έτσι λένε, αλλά το υπερηφανεύονται κιόλας! Δεν ξέρω από τίνος είδους μανία καταδίωξης πάσχουν, αλλά από τη φύση του, το σήμα που πάει στα ηχεία είναι αδύνατο να προσβληθεί από οιασδήποτε μορφής και μεγέθους ραδιοπαρεμβολή, και αυτό να είναι ακουστό. Βέβαια, ο πολύς κόσμος που δεν ξέρει, εντυπωσιάζεται...

Αλήθεια, αν ψήσετε μια πισίνα καφέ και βάλετε μια κουταλιά ζάχαρη, τί καφέ θα φτιάξετε; Βαρύ γλυκό;

Φάλτσες ακμές για μείωση της περίθλασης
Αααα, η περίθλαση! Το απόλυτο saga των ηχείων υψηλής πιστότητας. Άμα τα βρει σκούρα ο πωλητής με τις ερωτήσεις που θα του κάνετε, σας πετάει ένα ακατάληπτο τσιτάτο για την περίθλαση, που ούτε ο ίδιος καταλαβαίνει, και σας αφήνει κόγκολο. Αμ οι ρηβιούερς; Και το τάδε ηχείο έχει καμπυλωμένες ακμές για μείωση της περίθλασης, και δώστου το δείνα ηχείο που έχει φάλτσες ακμές για μείωση της περίθλασης, και δε συμμαζεύεται...

Για να τελειώνουμε με δαύτη, σε ένα σωστά κατασκευασμένο ηχείο, η περίθλαση, όχι απλώς δεν πρέπει να είναι μειωμένη, άκου μειωμένη!, αλλ’ αντιθέτως πρέπει να είναι μέγιστη! Η μέγιστη δυνατή! Για να μη μπλέκουμε και με τη ηλεκτρομαγνητικά κύματα, ας παραμείνουμε στην Ακουστική. Περίθλαση (diffraction) ονομάζεται το φαινόμενο, κατά το οποίο το ηχητικό κύμα εξακολουθεί να διαδίδεται σφαιρικά γύρω από την ηχητική πηγή του, ακόμη και αφού συναντήσει κάποιο στερεό εμπόδιο. Δηλαδή, το κύμα περι-θλάται, σπάει και συνεχίζει γύρω από το εμπόδιο. Αυτό, όμως, δεν συμβαίνει πάντοτε. Για να υπάρξει περίθλαση, για να περιθλασθεί το ηχητικό κύμα, πρέπει η απόσταση του εμποδίου από την πηγή να είναι μικρότερη του μήκους κύματος.

Ας δούμε αυτόν το μηχανισμό σε ένα ηλεκτροδυναμικό ηχείο. Καθώς το ηχητικό κύμα γεννάται από το μεγάφωνο, εκ φύσεως διαδίδεται στον αέρα υπό μορφήν σφαίρας, δηλαδή σε γωνία 4π στερακτίνια. Όμως, κατά την εκκίνησή του, το κύμα συναντά ένα εμπόδιο, που δεν είναι άλλο από την πρόσοψη στην οποία είναι στηριγμένο το μεγάφωνο, τη μπάφλα του ηχείου. Έτσι, ακριβώς έξω από το μεγάφωνο, το κύμα διαδίδεται σε γωνία 2π στερακτίνια, μόνο στο μισό χώρο του δωματίου, αυτόν που ορίζεται από το επίπεδο της μπάφλας και προς τον ακροατή. Καθώς το κύμα κυλά –στην κυριολεξία- επάνω στη μπάφλα, μόλις περάσει το χείλος της, τότε θα συνεχίσει να διαδίδεται πλέον προς όλες τις κατευθύνσεις του Ευκλειδείου χώρου, και προς τον χώρο πίσω από το ηχείο, αλλά με μια προϋπόθεση: ότι η απόσταση του μεγαφώνου από το χείλος της μπάφλας είναι μικρότερη από το μήκος του κύματος.

Επομένως, δοθέντος ότι το μήκος κύματος είναι αντίστροφο της συχνότητάς του, τα μπάσα και μέρος των μεσαίων συχνοτήτων δεν πάσχουν από κανένα πρόβλημα μη περίθλασης, καθώς το μήκος κύματος των συχνοτήτων 20 - 800Hz, φάσμα όπου τυπικά θα λειτουργεί ένα γούφερ, είναι 17 μέτρα έως 43 εκατοστά, ενώ το μήκος κύματος των συχνοτήτων στο φάσμα 800 - 3000Hz είναι 43 - 11 εκατοστά. Έτσι λοιπόν, εκεί που είναι αδύνατο να βρεθεί ηχείο, του οποίου το κέντρο του γούφερ θα απέχει από τα χείλη της μπάφλας πάνω από 43 εκατοστά, το πρόβλημα αρχίζει να καθίσταται υπαρκτό για τις μονάδες μεσαίων και υψηλών. Για παράδειγμα, αφού η συχνότητα των 6KHz έχει μήκος κύματος μόλις 5,5 εκατοστά, εάν το τουήτερ που την αναπαράγει είναι στηριγμένο σε μπάφλα πλάτους μόλις 13 εκατοστών, το κέντρο του θα απέχει από το δεξί και αριστερό χείλος της μπάφλας κατά 6,5 εκατοστά, και επομένως τα 6KHz, αλλά και όλες οι υψηλότερες συχνότητες, δεν θα μπορούν να περιθλασθούν. Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίον όσα ηχεία έχουν το τουήτερ έξω από την καμπίνα, σε άτρακτο, παρουσιάζουν πραγματικά μεγάλη διασπορά στα πρίμα, και κατά κάποιον τρόπο ξαφνιάζουν τον ακροατή.

Το πρόβλημα της μη περίθλασης σημαίνει πως η μηχανική ενέργεια που διαδίδει το μεγάφωνο, διαδίδεται στον μισό του Ευκλειδείου χώρου, με αποτέλεσμα αύξηση της στάθμης κατά 6dB. Για να λύσει αυτό το πρόβλημα, ο σχεδιαστής του ηχείου μετέρχεται διαφόρων λύσεων, οι οποίες έχουν έναν και μόνο σκοπό: την ελάττωση της απόστασης του τουήτερ από το χείλος της μπάφλας. Έτσι, η πιο απλή λύση είναι αυτό το καμπύλωμα των ακμών του ηχείου, ώστε το κύμα του τουήτερ να συναντήσει χείλος όσο γίνεται πιο νωρίς, πριν ξεκινήσει νέο κύμα από το μεγάφωνο. Μια άλλη λύση είναι το φαλτσάρισμα των ακμών, που είναι ίσως πιο εντυπωσιακό στο μάτι. Επομένως, ακόμη κι αν ένα ηχείο έχει καμπύλες ή φαλτσοκομμένες ακμές, μη νομίσετε ότι έχει εντελώς λυμένο το πρόβλημα της μη περίθλασης!

Άλλωστε, μια πιο αποτελεσματική λύση, μια λύση που κατανέμει το πρόβλημα ομαλότερα μέσα στο φάσμα των πρίμων, διότι γι’ αυτά γίνεται όλο αυτό το πανηγύρι, είναι η ασύμμετρη διάταξη των μεγαφώνων ως προς τον κατακόρυφο άξονα της μπάφλας. Σου λέει ο σχεδιαστής, ε, αφού κεντραρισμένο το μεγάφωνο δεν θα μπορεί να στείλει προς τα πίσω τον ήχο του, ας το φέρω πιο κοντά στη μια πλευρά, τουλάχιστον να κάνει περίθλαση απ’ αυτή. Εκεί που τα χάνει όλα στη μέση, ας έρθει στην άκρη να μειώσει τη χασούρα στο μισό. Όμως, τίποτα δεν είναι δωρεάν. Μπορεί η ασύμμετρη τοποθέτηση να επιλύει σχεδόν το πρόβλημα, αλλά δημιουργεί άλλα, κυριότερο των οποίων είναι η μεταβολή της απόκρισης του ηχείου κατά τον οριζόντιο άξονα, αφού, αλλάζοντας θέση ο ακροατής, μεταβάλλεται η απόστασή του από καθένα από τα μεγάφωνα, και αυτό το πρόβλημα είναι σημαντικό στο κροσάρισμα μεσαίων και πρίμων. Άλλο πρόβλημα είναι το γεγονός πως ένα ηχείο με ασύμμετρα μεγάφωνα φαίνεται υποκειμενικά άσχημο, διότι αναρωτιέται ο ανύποπτος αγοραστής, γιατί αυτό το ηχείο έχει τα μεγάφωνα «στραβά»;, μήπως είναι της πλάκας, αφού ξεφεύγει από το συρμό; Το τρίτο πρόβλημα είναι το διαχειριστικό κόστος, καθώς κάθε ζεύγος δεν αποτελείται από δύο όμοια ηχεία, αλλά από δεξί και αριστερό, και έτσι και σου ξεφύγει κανένα λάθος στο ξυλουργείο, μπορεί να βρεθείς με 1000 αριστερά κομμάτια και κανένα δεξιό.

Τέλος, κάτι σημαντικό για αυτού του είδους τα ηχεία είναι η τοποθέτηση, καθώς τα μεγάφωνα πρέπει να κλίνουν πάντοτε προς τα «μέσα», προς τον άξονα ακρόασης, ενώ η μπάφλα που συγκεντρώνει ενέργεια πρέπει να είναι προς τα έξω, προς τους πλαϊνούς τοίχους, όπου είτε με ανάκλαση, είτε με διάχυση, είτε με μερική απορρόφηση τοπικά, όλο και κάτι χάνεται, προς όφελος της ομαλότερης απόκρισης.

Ένθεν και ένθεν αυτών των λύσεων, στα δύο άκρα, αφ’ ενός μεν υπάρχουν ηχεία στην κατασκευή των οποίων δεν έχει ληφθεί καμιά μέριμνα για την περίθλαση, και αφ’ ετέρου υπάρχουν και ηχεία όπου ο ήχος τους περιθλάται στο μέγιστο δυνατό, όπως λόγου χάριν τα B&W 800, 801 και 802. Εάν παρατηρήσετε αυτά τα ηχεία, θα δείτε πως οι μονάδες μεσαίων και πρίμων δεν έχουν καθόλου μπάφλα, όντας μονταρισμένες στο άνοιγμα μιας ατράκτου.

Βεβαίως, το εντελώς ανάστροφο σενάριο περιλαμβάνει τις κόρνες, όπου ο ήχος, όχι απλώς δεν περιθλάται, αλλά εμποδίζεται επί τούτου να περιθλασθεί, συνωστιζόμενος ως ενέργεια σε γωνία κατά πολύ μικρότερη από 2π στερακτίνια, στη γωνία που ορίζει το χείλος της κόρνας, με αποτέλεσμα περαιτέρω αύξηση της στάθμης, πάνω από 6dB. Έτσι, για να είναι μια κόρνα πλήρους φάσματος, δηλαδή, για να επιδρά, να εμποδίζει την περίθλαση των 20Hz, πρέπει να έχει μήκος μεγαλύτερο από 17 μέτρα.

Έτσι, λοιπόν, αν συναντήσετε στις προδιαγραφές ενός ηχείου κάποια φράση που να λέει ότι το ηχείο έχει καμπυλωμένες ή φάλτσες ακμές για «μείωση της περίθλασης», μη ψαρώσετε, μην εντυπωσιασθείτε με το αυτονόητο, και μη νομίσετε ότι έχει το πρόβλημα εντελώς λυμένο, αλλά ότι ο κατασκευαστής του έχει κάνει κάτι σχετικό, όχι βέβαια για να μειώσει, αλλά για να αυξήσει την περίθλαση.
 

Costas Coyias

Ημίθεος
Administrator
Μηνύματα
25.497
Reaction score
21.895
Η λανθάνουσα αναισθησία
Αυτή η αναισθησία έχει μέγεθος μόλις 3dB, και είναι αρκετά σημαντική. Όπως ασφαλώς γνωρίζετε, η ευαισθησία ενός ηχείου ορίζεται ως η μέση στάθμη που επιτυγχάνει σε απόσταση 1 μέτρου από το τουήτερ, καταναλώνοντας ισχύ 1Watt. Έτσι, αν η μέση αντίσταση του ηχείου είναι αρκετά υψηλή, ώστε αυτό να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ηχείο ονομαστικής αντίστασης 8Ω, για να καταναλώσει ισχύ 1Watt πρέπει να του εφαρμοσθεί τάση 2,8Volt RMS. Επομένως, αν το ηχείο είναι ονομαστικής αντίστασης 4Ω, τότε, για να καταναλώσει ισχύ 1Watt, θα πρέπει να του εφαρμοσθεί τάση 2Volt και όχι 2,8.

Έτσι, σε πολλές περιπτώσεις, υπάρχουν κατασκευαστές που ανακοινώνουν ευαισθησία αποκλειστικά με βάση την τάση των 2,8Volt, και όχι την ισχύ, είτε από άγνοια, είτε επί τούτου, στην προσπάθειά τους να παρουσιάσουν το ηχείο όσο γίνεται πιο ευαίσθητο. Έτσι, αν σας παρουσιασθεί περίπτωση, όπου το ηχείο είναι ονομαστικής αντίστασης 6, ή 4Ω, και η ευαισθησία του ανακοινώνεται σαν ΧΧdB/1m/2,83Volt, αυτομάτως λάβετε υπ’ όψιν την ευαισθησία αυτή μειωμένη κατά 3dB. Γιατί; Διότι ένα 4ωμο ηχείο, τροφοδοτούμενο με 2,83Volt δεν καταναλώνει ένα, αλλά ΔΥΟ βατ. Σας φαίνεται μικρή η διαφορά; Δείτε ένα παράδειγμα. Ένα ηχείο ονομαστικής αντίστασης 4Ω και ευαισθησίας 91dB στα 2,8 βολτ είναι κάτι συνηθισμένο στην αγορά. Αυτό το ηχείο, καταναλώνοντας ισχύ 1Watt θα βγάλει μέση στάθμη –όχι 91- αλλά 88dB. Πόσο απέχει αυτή η ευαισθησία από τα αναίσθητα ηχεία των 86dB;

Βεβαίως, υπάρχουν και ευσυνείδητοι κατασκευαστές, που σε περίπτωση ηχείου ονομαστικής αντίστασης 4Ω ανακοινώνουν και τις δύο τιμές, ώστε να μην αφήνουν στον υποψήφιο αγοραστή καμιά αμφιβολία για την ευαισθησία του ηχείου τους, όπως ας πούμε αυτός εδώ.


Time aligned cross over
Ε ρε αυτό το τάιμ αλάιντ κροσόβερ! Λοιπόν, για να έχει ένα ηχείο κατά το δυνατόν επίπεδη απόκριση, πρέπει να συντρέχει μια προϋπόθεση. Να έχει στοιχισμένα κατά τον κατακόρυφο άξονα τα ακουστικά κέντρα των μεγαφώνων του, ΔΗΛΑΔΗ, τα πηνία φωνής όλων των μεγαφώνων να ανήκουν στο ίδιο επίπεδο. Έτσι, το γούφερ θα εξέχει πιο μπροστά, η μονάδα μεσαίων θα βρίσκεται πιο πίσω, και ακόμα πιο πίσω θα κατοικοεδρεύει το τουητεράκι. Όμως, επειδή αυτή η διάταξη δυσκολεύει τεχνικώς τα πράγματα κατά την κατασκευή της καμπίνας, πάρα πολλοί κατασκευαστές φέρνουν όλα τα μεγάφωνα «πρόσωπο», οπότε αυτά παύουν να είναι στοιχισμένα, και λαμβάνουν υπ’ όψιν αυτή τη διαφορά φάσης στη σχεδίαση του κροσόβερ, το οποίο πλέον ονομάζεται «χρονικά στοιχισμένο». Άρα, αν συναντήσετε τέτοια προδιαγραφή, να ξέρετε πως ο κατασκευαστής απλώς διαλαλεί το αυτονόητο, και τίποτε παραπάνω.

Εδώ οι καλές κιθάρες!
Υπάρχουν κάποιοι κατασκευαστές που εφαρμόζουν μια πολιτική marketing, συνδέοντας ενδόμυχα την πραμάτεια τους με κάποια μουσικά όργανα, προσπαθώντας να περάσουν στον υποψήφιο πελάτη ανάλογο μήνυμα. Αυτό δεν είναι κακό, τουναντίον, θα έλεγα. Όμως, όταν ο κατασκευαστής μπερδέψει τη βούρτσα με το μπατανά, τότε αρχίζουν τα προβλήματα.

Στη μια όχθη βρίσκονται κατασκευαστές όπως η CAV, ή η Lumen White, που προσδίδουν στις πλευρικές επιφάνειες των ηχείων τους μια κυματιστή μορφή που θυμίζει τα καμπυλώματα του σώματος της κιθάρας. Αυτό δεν είναι κακό, τουναντίον, αλλά υπό την προϋπόθεση πως τα τοιχώματα της καμπίνας εξακολουθούν να είναι αρκούντως ακουστικά αδρανή. Στην άλλη όχθη, υπάρχουν κάτι σαλτιμπάγκοι που κατασκευάζουν ηχεία με τοιχώματα πάχους φλούδας, διότι, όπως λένε ανερυθρίαστα, το τοίχωμα πρέπει να είναι «ζωντανό», για να παίζει ρόλο σαν το αντηχείο της κιθάρας.

Πού είναι το πρόβλημα σ’ αυτό; Όταν ο ενορχηστρωτής διαλέξει μια κιθάρα, μια τρομπέτα, δύο σαξόφωνα, τρία τρομπόνια και ένα πιάνο, αυτό που αναζητεί από κάθε όργανο, είναι η χροιά του, έτσι όπως αυτή καθορίζεται από το υλικό κατασκευής και τη μορφή καθενός οργάνου. Αυτή η επιλογή πρέπει να περάσει κατά το δυνατόν αυτούσια στον ακροατή, υφισταμένη όσο γίνεται λιγότερες παραμορφώσεις, και προς αυτήν την κατεύθυνση βοηθά η κατά τον δυνατόν ακουστικά αδρανής καμπίνα. Άλλωστε, ένα μεγάλο πλεονέκτημα των ηχείων πάνελ είναι ακριβώς αυτή η έλλειψη «κουτίλας» στον ήχο τους.

Εάν, λοιπόν, η καμπίνα του ηχείου είναι ακουστικά «ζωντανή», και όχι νεκρή, όπως πρέπει να είναι, τότε το ηχείο προσθέτει την κουτίλα του στη χροιά όλων των οργάνων, αλλοιώνοντας ανεπανόρθωτα, καταστρέφοντας το ηχητικό αποτέλεσμα. Εσείς τι προτιμάτε; Την κουτίλα της κιθάρας του Δημήτρη Φάμπα, ή την κουτίλα του σαλτιμπάγκου;


Μεγάφωνα under hung, μεγάφωνα overhung, τελίτσες και κρεμάλα
Δεν θυμάμαι πού διάβασα σχετικό σχόλιο, αλλ’ αυτό που έλεγε ήταν ότι τα γούφερ του ηχείου έχουν πηνίο φωνής τύπου «under hung», ώστε αυτό να κινείται πάντοτε μέσα στη γραμμική περιοχή του, και άλλες τέτοιες ανοησίες.

Το υποκρεμασμένο πηνίο είναι η μια εκδοχή πηνίου φωνής, του οποίου το μήκος είναι μικρότερο από το ύψος του μαγνητικού διακένου. Έτσι, η διαφορά του δευτέρου από το πρώτο αποτελεί και το μέγιστο πλάτος γραμμικής διαδρομής του πηνίου, όπου το πλήθος των σπειρών που βρίσκονται μέσα στο μαγνητικό πεδίο είναι σταθερό, καθώς πρόκειται για όλες τις σπείρες του πηνίου. Φυσικά, αν το μεγάφωνο πιεσθεί, τότε θα ξεφύγει έξω από το μαγνητικό διάκενο, εκτός της γραμμικής περιοχής του.

Το ίδιο όμως συμβαίνει και με το υπερκρεμασμένο πηνίο, του οποίου το μήκος είναι μεγαλύτερο από το ύψος του διακένου, οπότε κάθε στιγμή μέσα στο γραμμικό εύρος της διαδρομής του, ένα σταθερό τμήμα των σπειρών του βρίσκεται μέσα στο διάκενο. Και αυτού του είδους το πηνίο αν πιεσθεί, πολύ απλά θα ξεφύγει κι αυτό εκτός της γραμμικής διαδρομής του.

Επομένως, όλα τα μεγάφωνα μπορούν να κινηθούν και εκτός της γραμμικής περιοχής τους, είτε έχουν πηνίο under hung, είτε overhung, ανεξαρτήτως τί υποστηρίζει ο κάθε εξυπνάκιας κατασκευαστής. Το εάν ένα μεγάφωνο θα έχει πηνίο του ενός ή του άλλου είδους, αποτελεί σχεδιαστική επιλογή του κατασκευαστή του μεγαφώνου, αναλόγως του προορισμού του και των επιμέρους ηλεκτρικών χαρακτηριστικών του, και τίποτε άλλο.

Αντί επιλόγου
Λοιπόν, αυτά περί ηχείων! Δεν είναι και λίγα, θεώρησα όμως πως είναι χρήσιμα, ώστε να αποκτήσει κανείς μια πιο κοφτερή ματιά όταν διαλέγει ηχεία. Διαλέξτε αυτό που μπορείτε, διαλέξτε αυτό που σας ταιριάζει, και καλά παζάρια! Και θυμηθείτε τα βασικά και αυτονόητα. Όταν πάτε να ακούσετε για να αγοράσετε, φροστίστε να έχετε δυό - τρεις ηχογραφήσεις όπως ανέλυσα παραπάνω, να έχετε ευχάριστη διάθεση και οπωσδήποτε ξεκούραστα αυτιά. Μην πάτε να ακούσετε τίποτα, αν αμέσως πριν ακούτε κάτι με έντονα πρίμα ή έντονα μπάσα, ή πολύ δυνατά. Μετά από ένα τέτοιο, χρωματισμένο άκουσμα, το σωστό άκουσμα θα σας φαίνεται άχρωμο, χωρίς πρίμα, χωρίς τίποτα. Μπορεί πολλοί να υποστηρίζουν να κρίνετε κάτι ακούγοντάς το «με τα αυτάκια σας», αλλά το αυτί εξοικειώνεται πολύ γρήγορα, χωρίς να μπορείτε να το ελέγξετε, και επομένως εύκολα μπορεί να ξεγελασθεί. Αυτό μην το ξεχνάτε ποτέ.
 



Μηνύματα
4.987
Reaction score
4.210
Απάντηση: Αγοράζοντας ηχεία

Κωστα γι αυτο ξαφανιστηκες την προηγουμενη βδομαδα.
Εγραφες!
Πες μας ομως τι δινεις σ οποιον τα διαβασει ολα.
 



Μηνύματα
274
Reaction score
8
Re: Απάντηση: Αγοράζοντας ηχεία

Δεν μας γραφεις και καμια περιληψη σε 2-3 σειρες για να καταλαβουμε τι θες να πεις? :114:

Σιγά το δύσκολο: να είναι μονόδρομο, αλλά τάιμ αλάιντ, με πολλά μεγάφωνα, με οπίσθιο μπας ρεφλέξ τύπου κόρνας για μείωση των περιθλάσεων και με οβάλ όβερχανγκ θωρακισμένο πηνίο... :113:
 


Staff online

ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ

Threads
173.848
Μηνύματα
2.954.209
Members
38.250
Νεότερο μέλος
paris29
Top