- Μηνύματα
- 28.176
- Reaction score
- 58
Blade Runner - Επιστροφή στο μέλλον
Μια ολοκληρωμενη παρουσιαση απο το περιοδικο ΣΙΝΕΜΑ της cult ταινιας
Η ιστορία είναι πλέον μυθική, όσο και η ταινία που την γέννησε. Στις αρχές της δεκαετίας του 80, ταλαντούχος Αγγλος σκηνοθέτης με άκρως προσοδοφόρα θητεία στον τομέα της διαφήμισης και φρέσκος από την επιτυχία της δεύτερης μόλις ταινίας του, «Αλιεν: Ο Επιβάτης Του Διαστήματος», αναλαμβάνει να μεταφέρει στην οθόνη ένα δύσκολο βιβλίο του Φίλιπ Κ. Ντικ. Τίτλος του, «Ονειρεύονται Τα Ανθρωποειδή Ηλεκτρικά Πρόβατα;». Πρωταγωνιστής του, ένας λακωνικός αστυνομικός που κυνηγά τεχνολογικά προηγμένα ανθρωποειδή σε ένα σκοτεινό Λος Αντζελες του 21ου αιώνα, με σκοπό να τα εξοντώσει.
Το στοίχημα που έβαζε ο σκηνοθέτης με τον εαυτό του ήταν πολύ μεγάλο. Θα επιχειρούσε το πρώτο κινηματογραφικό του βήμα σε αμερικανικό έδαφος, με μια ταινία που απαιτούσε μεγάλο απόθεμα προσπάθειας και φαντασίας από μέρους του. Θα χρειαζόταν να συνεργαστεί με μεγάλο στούντιο, πράγμα που επιφύλασσε εξαρχής μια υποψία συμβιβασμού. Θα έπρεπε να προσαρμόσει τις εμπορικές απαιτήσεις της Warner Bros, εταιρείας παραγωγής του φιλμ, στο παράτολμο όραμα που είχε βάλει στο μυαλό του.
Τέλος, θα είχε να αντιμετωπίσει τις προσδοκίες του τότε κοινού που είναι λογικό να περίμενε από μια ταινία με πρωταγωνιστή τον Χάρισον Φορντ τίποτα λιγότερο από μια χορταστική περιπέτεια (όπως οι «Κυνηγοί Της Χαμένης Κιβωτού») ή ένα εντυπωσιακό έπος επιστημονικής φαντασίας (σαν τον «Πόλεμο Των Αστρων»). Αυτό που είχε φανταστεί ο Σκοτ, παρ όλα αυτά, με το «Βlade Runner» ήταν κάτι πολύ πιο σύνθετο και πολύ πιο ιδιαίτερο απ ότι είχαν αποτυπώσει στα μπλοκάκια με τις σημειώσεις τους οι υπεύθυνοι του στούντιο. Εμπνευσμένος στυλιστικά από το «Μetropolis» του Φριτς Λανγκ, την τολμηρή αισθητικά κόμικ τέχνη του Μοέμπιους, τη χαώδη αρχιτεκτονική πόλεων όπως το Τόκιο και το Χονγκ Κονγκ αλλά και από το θέαμα που παρουσίαζε νύχτα το βιομηχανικό σκηνικό πλάι στο οποίο μεγάλωσε, ο σκηνοθέτης κατάφερε με έναν προϋπολογισμό μόλις 28 εκατομμυρίων δολαρίων να δημιουργήσει ένα μεγαλειώδες φουτουριστικό σύμπαν.
Στην εκθαμβωτική δυστοπία που έχτισε το σκοτάδι είναι διαρκές, η αστική γεωμετρία θηριώδης, ο πληθυσμός ένα πολυφυλετικό χωνευτήρι, η τεχνολογική πρόοδος ανεξέλεγκτη, η παντοδυναμία των πολυεθνικών εταιριών σαρωτική, η βροχή πέφτει ανελέητα και η αποξένωση μοιάζει πλήρης σε έναν κόσμο όπου οι μηχανές μοιάζουν περισσότερο γήινες και περισσότερο αληθινές από τους ίδιους τους ανθρώπους.
Το φιλόδοξο και σύνθετο σχέδιο περατώθηκε μέσα από εξουθενωτικά γυρίσματα, συνεχείς διαπληκτισμούς ανάμεσα στον σκηνοθέτη, μέλη του συνεργείου αλλά και τον ίδιο τον Φορντ και ένα γενικότερο άγχος, μια και το κόστος άρχισε από ένα σημείο και μετά να ξεφεύγει από το προβλεπόμενο ποσό, ο χρόνος κυλούσε εις βάρος των πάντων και η ανυπομονησία του στούντιο κορυφωνόταν. Υπό καθεστώς μεγάλης πίεσης, ο Σκοτ παρέδωσε ένα αριστοτεχνικό όσο και απόλυτα πεσιμιστικό όραμα του μέλλοντος. Το εικονογραφικό του απόγειο ήταν παντρεμένο με ένα έξοχο φιλοσοφικό στοχασμό επάνω στην ουσία της ανθρώπινης φύσης, ο οποίος δανειζόταν ευρηματικά από θρησκευτικές και μυθολογικές πηγές. Αποσβολωμένοι οι executives από μια πρώτη ματιά στην ταινία συνειδητοποίησαν ασφαλώς ότι δεν ήταν καθόλου η εμπορική περιπέτεια φαντασίας που περίμεναν. Για τον λόγο αυτό έσπευσαν να την τεστάρουν με το γνωστό χολιγουντιανό σύστημα των δοκιμαστικών προβολών. Τα αποτελέσματα στάθηκαν, εντούτοις, ολέθρια.
Εκτός από μια μειοψηφία φανατικών του σινεμά φαντασίας που έμειναν συνεπαρμένοι από αυτό που είδαν, οι υπόλοιποι θεατές δήλωσαν δυσκολία στο να παρακολουθήσουν την πλοκή, αμηχανία μπροστά στους αντισυμβατικούς ρυθμούς και διαθέσεις του φιλμ και δυσαρέσκεια απέναντι σε ένα ανοιχτό φινάλε που δεν παρείχε την παραμικρή ανακούφιση από τον διάχυτο πεσιμισμό της υπόλοιπης ταινίας. Τρομοκρατημένη από τις αντιδράσεις, η Warner Bros επέβαλε στον Ρίντλεϊ Σκοτ δυο λύσεις που έμελλε να αποβούν καθοριστικές για τη μετέπειτα μυθολογία του «Βlade Runner».
Η πρώτη λύση ήταν να προστεθεί μια επεξηγηματική αφήγηση που θα εξωτερίκευε τις σκέψεις του ντετέκτιβ ήρωα σε μια προσπάθεια να απλουστεύσει τη «φορτωμένη» και «προβληματική» ίντριγκα. Η δεύτερη και πιο καταστροφική λύση ήταν να επιβληθεί ένα εκβιαστικό χάπι εντ που έμοιαζε παντελώς ξένο και άσχετο με τη συνολική ατμόσφαιρα και κλίμα του φιλμ. Την αφήγηση -που γράφτηκε αμέτρητες φορές από τους δυο σεναριογράφους της ταινίας- ανέλαβε να περατώσει ένας εξοργισμένος Χάρισον Φορντ, ο οποίος όχι μόνο είχε διαφωνήσει εξαρχής με την πιθανότητα ενός voice-over αλλά και βρισκόταν τώρα αναγκασμένος να εκφωνεί κάθε φορά και από μια διαφορετική εκδοχή του, μέχρις ότου βρισκόταν η πιο ταιριαστή. Οσον αφορά το φινάλε, εξαιτίας περιορισμών που είχαν να κάνουν με την υπέρβαση του budget, ο Σκοτ υποχρεώθηκε να ανατρέξει στο αρχείο της εταιρείας και να χρησιμοποιήσει πλάνα από τους εναρκτήριους τίτλους της «Λάμψης» που ο Κιούμπρικ είχε αφήσει εκτός μοντάζ.
Το «Βlade Runner» κυκλοφόρησε στις αμερικανικές αίθουσες την 25η Ιουνίου του 1982, σχεδόν ταυτόχρονα με την πρεμιέρα του «Εξωγήινου» που επρόκειτο να μονοπωλήσει συντριπτικά τις ανά τον πλανήτη εισπράξεις εκείνης της χρονιάς. Με εχθρικές στην πλειοψηφία τους κριτικές και έχοντας ως αντίπαλο το εισπρακτικό μεγαθήριο του Στίβεν Σπίλμπεργκ, η τύχη του μελλοντολογικού έπους ήταν μάλλον προδιαγεγραμμένη και επιβεβαιώθηκε με την πλήρη συντριβή του στα ταμεία. Θεωρούμενο ως αποτυχία από τη μεριά της παραγωγής, το φιλμ περιορίστηκε σε δευτερεύον κύκλωμα αιθουσών για να εξαφανιστεί πολύ σύντομα και κανείς να μην ξαναμιλήσει για καιρό επ αυτού. Από το 1982 και έπειτα, ο Ρίντλεϊ Σκοτ άρχισε να κουβαλά το «Βlade Runner» μαζί του, όχι ως προσωπική πληγή αλλά ως ανοιχτό λογαριασμό που ήταν γραπτό να κλείσει οριστικά μόλις φέτος.
Μια ολοκληρωμενη παρουσιαση απο το περιοδικο ΣΙΝΕΜΑ της cult ταινιας
Η ιστορία είναι πλέον μυθική, όσο και η ταινία που την γέννησε. Στις αρχές της δεκαετίας του 80, ταλαντούχος Αγγλος σκηνοθέτης με άκρως προσοδοφόρα θητεία στον τομέα της διαφήμισης και φρέσκος από την επιτυχία της δεύτερης μόλις ταινίας του, «Αλιεν: Ο Επιβάτης Του Διαστήματος», αναλαμβάνει να μεταφέρει στην οθόνη ένα δύσκολο βιβλίο του Φίλιπ Κ. Ντικ. Τίτλος του, «Ονειρεύονται Τα Ανθρωποειδή Ηλεκτρικά Πρόβατα;». Πρωταγωνιστής του, ένας λακωνικός αστυνομικός που κυνηγά τεχνολογικά προηγμένα ανθρωποειδή σε ένα σκοτεινό Λος Αντζελες του 21ου αιώνα, με σκοπό να τα εξοντώσει.
Το στοίχημα που έβαζε ο σκηνοθέτης με τον εαυτό του ήταν πολύ μεγάλο. Θα επιχειρούσε το πρώτο κινηματογραφικό του βήμα σε αμερικανικό έδαφος, με μια ταινία που απαιτούσε μεγάλο απόθεμα προσπάθειας και φαντασίας από μέρους του. Θα χρειαζόταν να συνεργαστεί με μεγάλο στούντιο, πράγμα που επιφύλασσε εξαρχής μια υποψία συμβιβασμού. Θα έπρεπε να προσαρμόσει τις εμπορικές απαιτήσεις της Warner Bros, εταιρείας παραγωγής του φιλμ, στο παράτολμο όραμα που είχε βάλει στο μυαλό του.
Τέλος, θα είχε να αντιμετωπίσει τις προσδοκίες του τότε κοινού που είναι λογικό να περίμενε από μια ταινία με πρωταγωνιστή τον Χάρισον Φορντ τίποτα λιγότερο από μια χορταστική περιπέτεια (όπως οι «Κυνηγοί Της Χαμένης Κιβωτού») ή ένα εντυπωσιακό έπος επιστημονικής φαντασίας (σαν τον «Πόλεμο Των Αστρων»). Αυτό που είχε φανταστεί ο Σκοτ, παρ όλα αυτά, με το «Βlade Runner» ήταν κάτι πολύ πιο σύνθετο και πολύ πιο ιδιαίτερο απ ότι είχαν αποτυπώσει στα μπλοκάκια με τις σημειώσεις τους οι υπεύθυνοι του στούντιο. Εμπνευσμένος στυλιστικά από το «Μetropolis» του Φριτς Λανγκ, την τολμηρή αισθητικά κόμικ τέχνη του Μοέμπιους, τη χαώδη αρχιτεκτονική πόλεων όπως το Τόκιο και το Χονγκ Κονγκ αλλά και από το θέαμα που παρουσίαζε νύχτα το βιομηχανικό σκηνικό πλάι στο οποίο μεγάλωσε, ο σκηνοθέτης κατάφερε με έναν προϋπολογισμό μόλις 28 εκατομμυρίων δολαρίων να δημιουργήσει ένα μεγαλειώδες φουτουριστικό σύμπαν.
Στην εκθαμβωτική δυστοπία που έχτισε το σκοτάδι είναι διαρκές, η αστική γεωμετρία θηριώδης, ο πληθυσμός ένα πολυφυλετικό χωνευτήρι, η τεχνολογική πρόοδος ανεξέλεγκτη, η παντοδυναμία των πολυεθνικών εταιριών σαρωτική, η βροχή πέφτει ανελέητα και η αποξένωση μοιάζει πλήρης σε έναν κόσμο όπου οι μηχανές μοιάζουν περισσότερο γήινες και περισσότερο αληθινές από τους ίδιους τους ανθρώπους.
Το φιλόδοξο και σύνθετο σχέδιο περατώθηκε μέσα από εξουθενωτικά γυρίσματα, συνεχείς διαπληκτισμούς ανάμεσα στον σκηνοθέτη, μέλη του συνεργείου αλλά και τον ίδιο τον Φορντ και ένα γενικότερο άγχος, μια και το κόστος άρχισε από ένα σημείο και μετά να ξεφεύγει από το προβλεπόμενο ποσό, ο χρόνος κυλούσε εις βάρος των πάντων και η ανυπομονησία του στούντιο κορυφωνόταν. Υπό καθεστώς μεγάλης πίεσης, ο Σκοτ παρέδωσε ένα αριστοτεχνικό όσο και απόλυτα πεσιμιστικό όραμα του μέλλοντος. Το εικονογραφικό του απόγειο ήταν παντρεμένο με ένα έξοχο φιλοσοφικό στοχασμό επάνω στην ουσία της ανθρώπινης φύσης, ο οποίος δανειζόταν ευρηματικά από θρησκευτικές και μυθολογικές πηγές. Αποσβολωμένοι οι executives από μια πρώτη ματιά στην ταινία συνειδητοποίησαν ασφαλώς ότι δεν ήταν καθόλου η εμπορική περιπέτεια φαντασίας που περίμεναν. Για τον λόγο αυτό έσπευσαν να την τεστάρουν με το γνωστό χολιγουντιανό σύστημα των δοκιμαστικών προβολών. Τα αποτελέσματα στάθηκαν, εντούτοις, ολέθρια.
Εκτός από μια μειοψηφία φανατικών του σινεμά φαντασίας που έμειναν συνεπαρμένοι από αυτό που είδαν, οι υπόλοιποι θεατές δήλωσαν δυσκολία στο να παρακολουθήσουν την πλοκή, αμηχανία μπροστά στους αντισυμβατικούς ρυθμούς και διαθέσεις του φιλμ και δυσαρέσκεια απέναντι σε ένα ανοιχτό φινάλε που δεν παρείχε την παραμικρή ανακούφιση από τον διάχυτο πεσιμισμό της υπόλοιπης ταινίας. Τρομοκρατημένη από τις αντιδράσεις, η Warner Bros επέβαλε στον Ρίντλεϊ Σκοτ δυο λύσεις που έμελλε να αποβούν καθοριστικές για τη μετέπειτα μυθολογία του «Βlade Runner».
Η πρώτη λύση ήταν να προστεθεί μια επεξηγηματική αφήγηση που θα εξωτερίκευε τις σκέψεις του ντετέκτιβ ήρωα σε μια προσπάθεια να απλουστεύσει τη «φορτωμένη» και «προβληματική» ίντριγκα. Η δεύτερη και πιο καταστροφική λύση ήταν να επιβληθεί ένα εκβιαστικό χάπι εντ που έμοιαζε παντελώς ξένο και άσχετο με τη συνολική ατμόσφαιρα και κλίμα του φιλμ. Την αφήγηση -που γράφτηκε αμέτρητες φορές από τους δυο σεναριογράφους της ταινίας- ανέλαβε να περατώσει ένας εξοργισμένος Χάρισον Φορντ, ο οποίος όχι μόνο είχε διαφωνήσει εξαρχής με την πιθανότητα ενός voice-over αλλά και βρισκόταν τώρα αναγκασμένος να εκφωνεί κάθε φορά και από μια διαφορετική εκδοχή του, μέχρις ότου βρισκόταν η πιο ταιριαστή. Οσον αφορά το φινάλε, εξαιτίας περιορισμών που είχαν να κάνουν με την υπέρβαση του budget, ο Σκοτ υποχρεώθηκε να ανατρέξει στο αρχείο της εταιρείας και να χρησιμοποιήσει πλάνα από τους εναρκτήριους τίτλους της «Λάμψης» που ο Κιούμπρικ είχε αφήσει εκτός μοντάζ.
Το «Βlade Runner» κυκλοφόρησε στις αμερικανικές αίθουσες την 25η Ιουνίου του 1982, σχεδόν ταυτόχρονα με την πρεμιέρα του «Εξωγήινου» που επρόκειτο να μονοπωλήσει συντριπτικά τις ανά τον πλανήτη εισπράξεις εκείνης της χρονιάς. Με εχθρικές στην πλειοψηφία τους κριτικές και έχοντας ως αντίπαλο το εισπρακτικό μεγαθήριο του Στίβεν Σπίλμπεργκ, η τύχη του μελλοντολογικού έπους ήταν μάλλον προδιαγεγραμμένη και επιβεβαιώθηκε με την πλήρη συντριβή του στα ταμεία. Θεωρούμενο ως αποτυχία από τη μεριά της παραγωγής, το φιλμ περιορίστηκε σε δευτερεύον κύκλωμα αιθουσών για να εξαφανιστεί πολύ σύντομα και κανείς να μην ξαναμιλήσει για καιρό επ αυτού. Από το 1982 και έπειτα, ο Ρίντλεϊ Σκοτ άρχισε να κουβαλά το «Βlade Runner» μαζί του, όχι ως προσωπική πληγή αλλά ως ανοιχτό λογαριασμό που ήταν γραπτό να κλείσει οριστικά μόλις φέτος.