- Μηνύματα
- 28.176
- Reaction score
- 59
Βισκόντι, Μπέργκμαν στις αίθουσες
Γοητευτικές αμαρτίες αστών.
Η ταινία-διαθήκη του Λουκίνο Βισκόντι- «Η γοητεία της αμαρτίας»- και ένα έργο της «μέσης ωριμότητας» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν - «Στο κατώφλι της ζωής»- δεν επιτρέπουν στις νέες ταινίες ούτε να... πουν το όνομά τους
Πολλαπλό ρέκβιεμ για τη σήψη της αστικής τάξης, του λούμπεν προλεταριάτου και την αδράνεια, «εξαφάνιση» της εργατικής τάξης είναι το φιλμ-διαθήκη του Λουκίνο Βισκόντι «Η γοητεία της αμαρτίας» (Gruppo di famiglia in un interno), που το σκηνοθέτησε το ΄74 για να ακολουθήσει «Ο αθώος» το ΄76, χρονιά κατά την οποία έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 70 χρονών.
Η ιστορία της ταινίας αρχίζει με έναν καθηγητή αμερικανικής καταγωγής- δεν επιλέγεται τυχαία να τον ερμηνεύσει ο Μπαρτ Λάνκαστερ- που αναγκάζεται να νοικιάσει μέρος της βίλας τουσωστό παλάτι- στη Ρώμη σε μια ώριμη μαρκησία τη Σιλβάνα Μάγκανο, τον εραστή της Χέλμουτ Μπέργκερ, την κόρη της και τον φίλο της κόρης της. Όλοι αυτοί οι «χαλασμένοι εσωτερικά» εισβάλλουν στη «μουσειακή» ζωή του και τον βγάζουν από όλα τα δεδομένα του. Συζώντας με αυτή την ιδιότυπη «οικογένεια», αλλάζει και η δική του «νεκρή» ζωή του.
Τα αμαρτωλά μυστικά που ανακαλύπτει τον αναστατώνουν και τον εμπλέκουν σε μοιραίες συγκρούσεις με τον ίδιο τον εαυτό του που ζει «διά μέσου της τέχνης»- όλη η βίλα είναι βαρυφορτωμένη με σπάνιους πίνακες εποχής και έργα τέχνης- αλλά και με τους παράξενους «φιλοξενουμένους» του που οι προσωπικές ζωές τους είναι μαλλιά κουβάρια. Απόηχος από τον Μάη του ΄68, ελευθεριότητα στο σεξ- οι τρεις νεαροί «το κάνουν» μαστουρωμένοι μεταξύ τους μπροστά στον γέρο καθηγητή- υπόκοσμος, ναρκωτικά, λαθρεμπόριο, διεφθαρμένη αστική τάξη, με τον απόντα φασίστα βιομήχανο και σύζυγο της μαρκησίας Μάγκανο να διαλύει κάθε πιθανότητα συνύπαρξης αυτής της «νέας οικογένειας».
Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη μελαγχολία του γερο-διανοούμενου Λάνκαστερ- Βισκόντι. Μα ο «κόκκινος κόμης» τον καταγράφει σαν «ξένο ρούχο», χωρίς να τον κριτικάρει και να ηθικολογεί. Ζει απομονωμένος στον «πύργο» του, δεν έχει καμία επαφή με τον έξω κόσμο- όλη η ταινία είναι γυρισμένη στη βίλα του- και εμείς βλέπουμε κλεφτά από τη βεράντα του λίγες πανέμορφες στέγες σπιτιών από τη σημερινή Ρώμη. Ένας ήρωας-σύμβολο - η διανοούμενη πλευρά της μεγαλοαστικής τάξης που έχει αποσυρθεί, «παροπλιστεί», δεν ελέγχει και δεν κατευθύνει τις δυνάμεις της παραγωγής. Δίπλα του και ως «βαμπίρ-μούμια» περιφέρεται αεράτη και κομψή η μαρκησία, φορέας της κυρίαρχης αστικής τάξης η οποία πίνει το αίμα των άλλων τάξεων- δεν είναι τυχαίο ότι ο σύζυγός της είναι «δολοφόνος».
Αυτή όμως, η «κυρία του καλού κόσμου», η διανοούμενη αστή-βρικόλακας κρατιέται ζωντανή κάνοντας λίφτινγκ και παίρνοντας ανταλλακτικά νεότητας από το λούμπεν προλεταριάτο. Τον εραστή της Χέλμουτ Μπέργκερ, με τη σύμφωνη γνώμη του συζύγου της που δεν έχει κανέναν ηθικό φραγμό και ξέρει πως με τέτοιες «μεταγγίσεις» θα διατηρηθεί η τάξη τους ζωντανή. Και θα έχουν το άλλοθι πως είναι «διανοούμενοι», «χορηγοί της τέχνης», κρύβοντας τα δολοφονικά ένστικτά τους.
Ο φασισμός όμως θα εισβάλει στη θεατρική σκηνή του «παλατιού» με τον θάνατο του ξεπερασμένου και ντεμοντέ καθηγητή και τη «δολοφονία» του ζιγκολό της μαρκησίας. Αφήνοντας την τελευταία σε ένα ντελίριο αλαζονείας και οδηγώντας την στην πλήρη- ταξική- απομόνωση. Χωρίς να είναι τυχαία η απουσία, «ανυπαρξία» της εργατικής τάξης.
Όλα αυτά τα «ταξικά» από έναν μεγαλοαστό δημιουργό, τον επονομαζόμενο και «κόκκινο κόμη» Λουκίνο Βισκόντι, που σαν τον γέρο καθηγητή της ταινίας, «ζει μέσα από την τέχνη». Ένα «είδος» υπό εξαφάνιση που αρνείται και τα δολοφονικά ένστικτα της τάξης του και τη διάχυτη χυδαιότητα της καθημερινότητας η οποία απλώνεται και μολύνει όλο το κοινωνικό σώμα, χωρίς πλέον οι τάξεις να μπορούν προφυλάσσονται από επιμειξίες και δίχως να μπορούν να καθορίζουν την καθαρότητά τους.
Και ως μέγας δημιουργός, υποσκελίζει και τη θεατρικότητα και την κλασική αφήγηση ενός μυθιστορήματος, «με τη σοφή πολυπλοκότητα του εσωτερικού ρυθμού, του τάιμινγκ, όπως λέμε στην κινηματογραφική ορολογία, που κάνει την ταινία να λειτουργεί με τρόπο καθαρά μουσικό. Με την κίνηση της κάμερας, των ηθοποιών, τον ροκοκό αρχιτεκτονικό ρυθμό του ντεκόρ, το μοντάζ και την εναλλαγή των γωνιών λήψης, να κάνει τη ταινία έναν διαχρονικό πίνακα μέσα στον χρόνο και όχι στον χώρο όπως είναι στη ζωγραφική» καθώς έγραφε και ο δάσκαλος Βασίλης Ραφαηλίδης («Το Βήμα» 14-10-75).
Ζωή γένους θηλυκού
Συνδέοντας τον θάνατο με τη ζωή ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν γύρισε, μετά την «Έβδομη σφραγίδα» (΄56) και τις «Άγριες φράουλες», την ταινία «Στο κατώφλι της ζωής» (So close to life, ΄57), που προβάλλεται πάλι ύστερα από δεκαετίες. Ένα φιλμ από τα «μικρά έργα» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν που έπειτα από μισό αιώνα σε αφήνει άναυδο για την «ντοκιμαντερίστικη» γραφή του, τη μοντέρνα δύναμη που αναδίδουν τα πλάνα του και τη διαχρονικότητα της θεματολογίας του.
Οι πόρτες μιας μαιευτικής κλινικής ανοίγουν, η κάμερα διεισδύει στην αίθουσα αναμονής και αμέσως «ορμάει» στο παραμορφωμένο από πόνους πρόσωπο μιας γυναίκας, η οποία μόλις εισήχθη στο νοσοκομείο, κάνει αποβολή και ξυπνάει σε έναν θάλαμο με άλλες δύο εγκυμονούσες. Η μια περιμένει τρισευτυχισμένη από στιγμή σε στιγμή να γεννήσει και η άλλη νοσηλεύεται εξαιτίας μιας αποτυχημένης έκτρωσης. Και ο μετρ του ψυχαναλυτικού κινηματογράφου, ο εκ βαθέων αναλυτής της ανθρώπινης ψυχής και του «χαίρε βάθος αμέτρητο» που την συνθέτει, ξεκινάει με την αεικίνητη κάμερά του να χορογραφεί πάνω στα πρόσωπα και τις ψυχές των ηρωίδων του με συνεχή τράβελινγκ, γκρο πλαν και αστραπιαία εναλλασσόμενες γωνίες λήψης. Έτσι που να μη μείνει αφανέρωτη καμία γκριμάτσα και σύσπαση του προσώπου τους και της εσωτερικής τρικυμίας τους.
Αφού, κατά τον Μπέργκμαν, «ο Θεός δεν είναι παρά εφεύρεση του ανθρώπινου πνεύματος ώστε να συντηρεί έναν νοσηρό διάλογο με τον εαυτό του», οι ηρωίδες αυτής της ταινίας του- Ίνγκριντ Τούλιν, Μπίμπι Άντερσον, Εύα Ντάλμπεκ που βραβεύτηκαν το ΄58 στις Κάννες, όπως και η σκηνοθεσία- παλεύουν έρημες και μόνες για να αποφασίσουν τη μοίρα τους. Με τους υποψήφιους πατέρες να είναι «εκτός παιχνιδιού», στην καλύτερη περίπτωση «επισκέπτες» στο αναμενόμενο «κατώφλι της ζωής» των μελλοντικών παιδιών τους. Γιατί η σεξουαλική πράξη μπορεί να παίζεται από δύο, αλλά η εγκυμοσύνη και η γέννηση όχι, είναι σόλο μονόλογος των γυναικών.
Ωστόσο, ως μέγας δραματουργός-Θεός, ο Μπέργκμαν ανατρέπει τα αστικά πρότυπα της κοινωνικής σύμβασης. Με γοργά πλάνα που δεν σηκώνουν αμφισβήτηση, διαλύει τη γεμάτη ιδιοτέλεια «ευτυχισμένη αστική οικογένεια» (και οι δύο γυναίκες εκπρόσωποί της δεν γεννάνε). Και απελευθερώνει το κορίτσι «φρικιό» και «περιθωριακό» άτομο που χωρίς σύζυγο αποφασίζει να κρατήσει το παιδί της. Έτσι που οι έσχατοι έσονται πρώτοι.
Και αυτό, όμως, που μπορεί να φανεί «εύκολος συμβολισμός», ανατρέπεται και ο Μπέργκμαν τραβάει το χαλάκι κάτω από τα πόδια του- μας. Παρορμητικά αποφασισμένη να κρατήσει το παιδί της, η μέλλουσα μητέρα χωρίς σύζυγο βγαίνει από το μαιευτήριο, η πόρτα του κλείνει, αλλά κανείς δεν ξέρει αν η νέα ζωή που φέρει μέσα της θα δει το φως της ημέρας.
Απο 21/5/2009 στους κινηματογραφους.
Γοητευτικές αμαρτίες αστών.
Η ταινία-διαθήκη του Λουκίνο Βισκόντι- «Η γοητεία της αμαρτίας»- και ένα έργο της «μέσης ωριμότητας» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν - «Στο κατώφλι της ζωής»- δεν επιτρέπουν στις νέες ταινίες ούτε να... πουν το όνομά τους
Πολλαπλό ρέκβιεμ για τη σήψη της αστικής τάξης, του λούμπεν προλεταριάτου και την αδράνεια, «εξαφάνιση» της εργατικής τάξης είναι το φιλμ-διαθήκη του Λουκίνο Βισκόντι «Η γοητεία της αμαρτίας» (Gruppo di famiglia in un interno), που το σκηνοθέτησε το ΄74 για να ακολουθήσει «Ο αθώος» το ΄76, χρονιά κατά την οποία έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 70 χρονών.
Η ιστορία της ταινίας αρχίζει με έναν καθηγητή αμερικανικής καταγωγής- δεν επιλέγεται τυχαία να τον ερμηνεύσει ο Μπαρτ Λάνκαστερ- που αναγκάζεται να νοικιάσει μέρος της βίλας τουσωστό παλάτι- στη Ρώμη σε μια ώριμη μαρκησία τη Σιλβάνα Μάγκανο, τον εραστή της Χέλμουτ Μπέργκερ, την κόρη της και τον φίλο της κόρης της. Όλοι αυτοί οι «χαλασμένοι εσωτερικά» εισβάλλουν στη «μουσειακή» ζωή του και τον βγάζουν από όλα τα δεδομένα του. Συζώντας με αυτή την ιδιότυπη «οικογένεια», αλλάζει και η δική του «νεκρή» ζωή του.
Τα αμαρτωλά μυστικά που ανακαλύπτει τον αναστατώνουν και τον εμπλέκουν σε μοιραίες συγκρούσεις με τον ίδιο τον εαυτό του που ζει «διά μέσου της τέχνης»- όλη η βίλα είναι βαρυφορτωμένη με σπάνιους πίνακες εποχής και έργα τέχνης- αλλά και με τους παράξενους «φιλοξενουμένους» του που οι προσωπικές ζωές τους είναι μαλλιά κουβάρια. Απόηχος από τον Μάη του ΄68, ελευθεριότητα στο σεξ- οι τρεις νεαροί «το κάνουν» μαστουρωμένοι μεταξύ τους μπροστά στον γέρο καθηγητή- υπόκοσμος, ναρκωτικά, λαθρεμπόριο, διεφθαρμένη αστική τάξη, με τον απόντα φασίστα βιομήχανο και σύζυγο της μαρκησίας Μάγκανο να διαλύει κάθε πιθανότητα συνύπαρξης αυτής της «νέας οικογένειας».
Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη μελαγχολία του γερο-διανοούμενου Λάνκαστερ- Βισκόντι. Μα ο «κόκκινος κόμης» τον καταγράφει σαν «ξένο ρούχο», χωρίς να τον κριτικάρει και να ηθικολογεί. Ζει απομονωμένος στον «πύργο» του, δεν έχει καμία επαφή με τον έξω κόσμο- όλη η ταινία είναι γυρισμένη στη βίλα του- και εμείς βλέπουμε κλεφτά από τη βεράντα του λίγες πανέμορφες στέγες σπιτιών από τη σημερινή Ρώμη. Ένας ήρωας-σύμβολο - η διανοούμενη πλευρά της μεγαλοαστικής τάξης που έχει αποσυρθεί, «παροπλιστεί», δεν ελέγχει και δεν κατευθύνει τις δυνάμεις της παραγωγής. Δίπλα του και ως «βαμπίρ-μούμια» περιφέρεται αεράτη και κομψή η μαρκησία, φορέας της κυρίαρχης αστικής τάξης η οποία πίνει το αίμα των άλλων τάξεων- δεν είναι τυχαίο ότι ο σύζυγός της είναι «δολοφόνος».
Αυτή όμως, η «κυρία του καλού κόσμου», η διανοούμενη αστή-βρικόλακας κρατιέται ζωντανή κάνοντας λίφτινγκ και παίρνοντας ανταλλακτικά νεότητας από το λούμπεν προλεταριάτο. Τον εραστή της Χέλμουτ Μπέργκερ, με τη σύμφωνη γνώμη του συζύγου της που δεν έχει κανέναν ηθικό φραγμό και ξέρει πως με τέτοιες «μεταγγίσεις» θα διατηρηθεί η τάξη τους ζωντανή. Και θα έχουν το άλλοθι πως είναι «διανοούμενοι», «χορηγοί της τέχνης», κρύβοντας τα δολοφονικά ένστικτά τους.
Ο φασισμός όμως θα εισβάλει στη θεατρική σκηνή του «παλατιού» με τον θάνατο του ξεπερασμένου και ντεμοντέ καθηγητή και τη «δολοφονία» του ζιγκολό της μαρκησίας. Αφήνοντας την τελευταία σε ένα ντελίριο αλαζονείας και οδηγώντας την στην πλήρη- ταξική- απομόνωση. Χωρίς να είναι τυχαία η απουσία, «ανυπαρξία» της εργατικής τάξης.
Όλα αυτά τα «ταξικά» από έναν μεγαλοαστό δημιουργό, τον επονομαζόμενο και «κόκκινο κόμη» Λουκίνο Βισκόντι, που σαν τον γέρο καθηγητή της ταινίας, «ζει μέσα από την τέχνη». Ένα «είδος» υπό εξαφάνιση που αρνείται και τα δολοφονικά ένστικτα της τάξης του και τη διάχυτη χυδαιότητα της καθημερινότητας η οποία απλώνεται και μολύνει όλο το κοινωνικό σώμα, χωρίς πλέον οι τάξεις να μπορούν προφυλάσσονται από επιμειξίες και δίχως να μπορούν να καθορίζουν την καθαρότητά τους.
Και ως μέγας δημιουργός, υποσκελίζει και τη θεατρικότητα και την κλασική αφήγηση ενός μυθιστορήματος, «με τη σοφή πολυπλοκότητα του εσωτερικού ρυθμού, του τάιμινγκ, όπως λέμε στην κινηματογραφική ορολογία, που κάνει την ταινία να λειτουργεί με τρόπο καθαρά μουσικό. Με την κίνηση της κάμερας, των ηθοποιών, τον ροκοκό αρχιτεκτονικό ρυθμό του ντεκόρ, το μοντάζ και την εναλλαγή των γωνιών λήψης, να κάνει τη ταινία έναν διαχρονικό πίνακα μέσα στον χρόνο και όχι στον χώρο όπως είναι στη ζωγραφική» καθώς έγραφε και ο δάσκαλος Βασίλης Ραφαηλίδης («Το Βήμα» 14-10-75).
Ζωή γένους θηλυκού
Συνδέοντας τον θάνατο με τη ζωή ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν γύρισε, μετά την «Έβδομη σφραγίδα» (΄56) και τις «Άγριες φράουλες», την ταινία «Στο κατώφλι της ζωής» (So close to life, ΄57), που προβάλλεται πάλι ύστερα από δεκαετίες. Ένα φιλμ από τα «μικρά έργα» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν που έπειτα από μισό αιώνα σε αφήνει άναυδο για την «ντοκιμαντερίστικη» γραφή του, τη μοντέρνα δύναμη που αναδίδουν τα πλάνα του και τη διαχρονικότητα της θεματολογίας του.
Οι πόρτες μιας μαιευτικής κλινικής ανοίγουν, η κάμερα διεισδύει στην αίθουσα αναμονής και αμέσως «ορμάει» στο παραμορφωμένο από πόνους πρόσωπο μιας γυναίκας, η οποία μόλις εισήχθη στο νοσοκομείο, κάνει αποβολή και ξυπνάει σε έναν θάλαμο με άλλες δύο εγκυμονούσες. Η μια περιμένει τρισευτυχισμένη από στιγμή σε στιγμή να γεννήσει και η άλλη νοσηλεύεται εξαιτίας μιας αποτυχημένης έκτρωσης. Και ο μετρ του ψυχαναλυτικού κινηματογράφου, ο εκ βαθέων αναλυτής της ανθρώπινης ψυχής και του «χαίρε βάθος αμέτρητο» που την συνθέτει, ξεκινάει με την αεικίνητη κάμερά του να χορογραφεί πάνω στα πρόσωπα και τις ψυχές των ηρωίδων του με συνεχή τράβελινγκ, γκρο πλαν και αστραπιαία εναλλασσόμενες γωνίες λήψης. Έτσι που να μη μείνει αφανέρωτη καμία γκριμάτσα και σύσπαση του προσώπου τους και της εσωτερικής τρικυμίας τους.
Αφού, κατά τον Μπέργκμαν, «ο Θεός δεν είναι παρά εφεύρεση του ανθρώπινου πνεύματος ώστε να συντηρεί έναν νοσηρό διάλογο με τον εαυτό του», οι ηρωίδες αυτής της ταινίας του- Ίνγκριντ Τούλιν, Μπίμπι Άντερσον, Εύα Ντάλμπεκ που βραβεύτηκαν το ΄58 στις Κάννες, όπως και η σκηνοθεσία- παλεύουν έρημες και μόνες για να αποφασίσουν τη μοίρα τους. Με τους υποψήφιους πατέρες να είναι «εκτός παιχνιδιού», στην καλύτερη περίπτωση «επισκέπτες» στο αναμενόμενο «κατώφλι της ζωής» των μελλοντικών παιδιών τους. Γιατί η σεξουαλική πράξη μπορεί να παίζεται από δύο, αλλά η εγκυμοσύνη και η γέννηση όχι, είναι σόλο μονόλογος των γυναικών.
Ωστόσο, ως μέγας δραματουργός-Θεός, ο Μπέργκμαν ανατρέπει τα αστικά πρότυπα της κοινωνικής σύμβασης. Με γοργά πλάνα που δεν σηκώνουν αμφισβήτηση, διαλύει τη γεμάτη ιδιοτέλεια «ευτυχισμένη αστική οικογένεια» (και οι δύο γυναίκες εκπρόσωποί της δεν γεννάνε). Και απελευθερώνει το κορίτσι «φρικιό» και «περιθωριακό» άτομο που χωρίς σύζυγο αποφασίζει να κρατήσει το παιδί της. Έτσι που οι έσχατοι έσονται πρώτοι.
Και αυτό, όμως, που μπορεί να φανεί «εύκολος συμβολισμός», ανατρέπεται και ο Μπέργκμαν τραβάει το χαλάκι κάτω από τα πόδια του- μας. Παρορμητικά αποφασισμένη να κρατήσει το παιδί της, η μέλλουσα μητέρα χωρίς σύζυγο βγαίνει από το μαιευτήριο, η πόρτα του κλείνει, αλλά κανείς δεν ξέρει αν η νέα ζωή που φέρει μέσα της θα δει το φως της ημέρας.
Απο 21/5/2009 στους κινηματογραφους.