- Μηνύματα
- 25.752
- Reaction score
- 22.504

Αυτές τις μέρες έγινα μάρτυρας μιας σύγκρισης δύο διαφορετικών εκδόσεων μιας πολύ γνωστής και δημοφιλούς παραγωγής, του Sketches of Spain του Miles Davis. Την όλη ιδέα είχε ο φίλος Jazzman, και μιας και υπήρχαν τα σχετικά δισκάκια, είπαμε να κάνουμε μια συγκριτική ακρόαση, αφ’ ενός μεν της παλιάς έκδοσης σε CD, αφ’ ετέρου δε της νεώτερης έκδοσης σε υβριδικό Super Audio CD, που κυκλοφόρησε το 1997.
Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες του στυλ «με ποια μηχανήματα το ακούσαμε» και άλλα τέτοια, καθώς αυτή η πληροφόρηση είναι εντελώς άχρηστη για να βγάλει κανείς ένα γενικό και χρήσιμο συμπέρασμα. Σας λέω μόνο πως είχαμε στη διάθεσή μας ένα SACD player και έναν DAC οδηγούμενο από ένα CD transport.
Στην πρώτη προσπάθεια συγκρίναμε το SACD που έπαιζε στη μια συσκευή, με το CD που έπαιζε στην άλλη. Η πρώτη και Ηλίου φαεινότερη διαπίστωση ήταν πως το SACD ακουγόταν τελείως διαφορετικό, καθώς η τρομπέτα του Miles ακούστηκε σε εμφανώς χαμηλότερη στάθμη, τόσο πολύ πιο χαμηλή που αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε ποια από τις δύο εκδοχές είναι σωστή, και εγώ να προσπαθώ να ξαναφέρω στη μνήμη μου τον Arturo Sandoval που είχα ακούσει ζωντανά παλιότερα. Μια άλλη πολύ σημαντική διαφορά είναι πως το CD διέφερε κατά πολύ στις υψηλές, καθώς οι ανώτερες αρμονικές από τις καστανιέτες ακουγόταν σαφώς πιο σκοτεινές, ενώ στο δεξί κανάλι το σύρσιμο της βούρτσας πάνω στο hi-hat ακουγόταν πάρα πολύ χαμηλά, για να μη πω ότι δεν ακουγόταν καθόλου. Γενικά, σε σύγκριση με το SACD, η παλιά έκδοση του CD έδινε την εντύπωση μιας παλιάς, χιλιοπαιγμένης κασέτας, που έχει χάσει τα πρίμα της.
Αμέσως μετά, επιλέξαμε να ακούσουμε το CD layer του υβριδικού δίσκου πάλι από το SACD player, ενώ το CD εξακολουθούσε να παίζει στο CD transport. Και εδώ, οι παραπάνω διαφορές διατηρήθηκαν, αν και το άκουσμα του υβριδικού layer δεν είχε εκείνη την «ανοιχτοσύνη» και εκείνον τον «αέρα» που απέπνεε το DSD layer, δίνοντας την εντύπωση ενός πιο «μαζεμένου» ακούσματος.
Προσπαθώντας να εξακριβώσουμε τις αλλοιώσεις που τυχόν εισάγει το κάθε player, κάναμε μια 3η προσπάθεια, όπου οι δίσκοι άλλαξαν θέσεις, και τώρα ακούγαμε το CD layer του υβριδικού δίσκου να παίζει στο CD transport, ενώ στο SACD player έπαιζε η παλιά έκδοση του CD. Και εδώ, επίσης, η διαφοροποιήσεις παρέμειναν οι ίδιες, αλλά και με την επιπρόσθετη διαφορά πως η απόδοση του υβριδικού CD layer ήταν ανώτερη από πριν, πιστοποιώντας πως ο συνδυασμός του transport με τον DAC ήταν ανώτερης κλάσης από το ολοκληρωμένο SACD player, καθώς είχε σαφώς βελτιωμένη άρθρωση, ενώ η μεσαία περιοχή ήταν πιο μεστή, αλλά βέβαια όχι τόσο έντονα παρούσα, όπως στο απλό CD. Γενικά, έδωσε ένα άκουσμα με περισσότερη «θέρμη» και μια προσήνεια που έδινε την εντύπωση του πιο αληθινού.
Θέλοντας να έχω μια περισσότερο ολοκληρωμένη εικόνα, πέρασα στο laptop το CD layer του υβριδικού δίσκου, καθώς και την παλιά έκδοση του CD, και κάποια στιγμή βρέθηκα σε άλλο σπίτι, όπου σύνδεσα τον υπολογιστή και επανέλαβα τη σύγκριση, αναπαράγοντας τα δύο flac αρχεία με τον Foobar, και συγκρίνοντάς τα με τον ίδιο υβριδικό δίσκο, που έπαιζε στο SACD player, (άλλο μοντέλο, διαφορετικό από το προηγούμενο, και πειραγμένο στο αναλογικό στάδιο εξόδου των κυρίως καναλιών). Περιττό να σας πω ότι οι διαπιστώσεις παρέμειναν οι ίδιες, αν και ακούγοντας από διαφορετικά ηχεία και διαφορετικό SACD player, η τρομπέτα του Miles δεν ήταν πια τόσο «πίσω», όπως στο προηγούμενο σύστημα.
Όμως, οι όποιες διαφορές είναι το λιγώτερο. Άνοιξα το παρόν θέμα, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για να καταδείξω πως αυτή η τακτική «έχω το τάδε άλμπουμ σε βινύλιο και σε CD και σε SACD, και οι διαφορές είναι χαώδεις υπέρ του ενός και κατά του άλλου...» κλπ. υποδηλώνει πλήρη άγνοια της μηχανισμού που προηγείται της έκδοσης μιας δισκογραφικής παραγωγής. Στην προκειμένη περίπτωση, είναι σαφές πως η έκδοση του 1997 προήλθε από νέο mastering, κατά τη δημιουργία του οποίου δεν έμεινε τίποτε ίδιο, σε σχέση με το master του παλιού CD, πόσο μάλλον με την έκδοση σε βινύλιο που κυκλοφόρησε το 1960, ή και τα μεταγενέστερα χρόνια. Το μόνο που τηρήθηκε περίπου ίδιο είναι η χοντρική διάταξη των οργάνων, όπου οι καστανιέτες είναι αριστερά, η τρομπέτα στο κέντρο και τα drums δεξιά. Όλα τα άλλα είναι τελείως αλλαγμένα, σε διαφορετική στάθμη, και χωρίς να μας λέει κανείς αν το πρωτογενές μάστερ είναι πολυκάναλο, έστω σε τέσσερα κανάλια, ή η ηχογράφηση έγινε κατ’ ευθείαν σε στέρεο. Μη ξεχνάμε πως το 1959 ο πολυκάναλος εγγραφέας δεν ήταν κάτι αυτονόητο, όπως έγινε 10 χρόνια μετά. Και μη με ρωτήσετε ποιο είναι το σωστό. Το μόνο σωστό και σίγουρο είναι πως εάν αγοράσετε ένα «δίσκο» σε βινύλιο και σε CD και σε Super Audio CD και δεν ξέρω σε τί άλλο, έχετε αγοράσει πράγματα τα οποία περιέχουν το ίδιο καλλιτεχνικό έργο, αλλά από τεχνικής πλευράς είναι διαφορετικά μεταξύ τους. Εάν τα συγκρίνετε ακούγοντας το περιεχόμενο για να εξαγάγετε κάποιο γενικό συμπέρασμα για τις δυνατότητες του ενός ή του άλλου μέσου, κοροϊδεύετε τον ίδιο σας τον εαυτό. Και μην ακούτε άλλους που κάνουν τέτοιου είδους συγκρίσεις, έχουν πλήρη άγνοια.
Αν θέλετε, κάντε αυτή τη δοκιμή και μόνοι σας, αρκεί να βρείτε αυτούς τους δύο δίσκους. Στο CD της παλιάς έκδοσης, του 1990, το οπισθόφυλλο είναι «λευκό», αναφέροντας απλώς τους τίτλους των κομματιών. Στην έκδοση του 1997 το οπισθόφυλλο έχει τελείως διαφορετική μακέτα, όντας έγχρωμο στα χρώματα της Ισπανικής σημαίας.
