ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ;


Μηνύματα
16.206
Reaction score
3.857
Ήπειρος
Κύριο γεωγραφικό όνομα που προέρχεται από το προσηγορικό της αρχαίας ήπειρος (γη) = η ξηρά, η στεριά – κυρίως σε αντίθεση με τη θάλασσα. Ήδη στον Όμηρο η λέξη χρησιμοποιείται για να δηλώσει συγκεκριμένα την ξηρά της Δυτικής Ελλάδας, σε αντίθεση με την Ιθάκη και τα γειτονικά νησιά. Χαρακτηριστική η παρατήρηση του Εύμαιου, ενώ φιλοξενεί τον άγνωστο ακόμη Οδυσσέα: «Ου τινι τόσση ανδρών ηρώων, ουτ’ ηπείροιο μελαίνης ουτ’ αυτής Ιθάκης», δηλ. σε κανέναν άλλον ήρωα δεν υπάρχει τόση (περιουσία), ούτε στη σκοτεινή στεριά ούτε στο νησί της Ιθάκης. Κατά την αρχαιότητα Ήπειρος ονομάζεται η περιοχή που εκτείνεται από τον Αμβρακικό κόλπο και τη σημερινή πόλη της Πρέβεζας μέχρι την Ιλλυρία, χώρα «βαρβάρων», στη σημερινή Νότια Αλβανία.
Πελοπόννησος
Σύνθετη λέξη (Πέλοπος νήσος), που διασώζει τη μυθολογική εκδοχή για την ονομασία της χερσονήσου από το μυθικό γιο του Ταντάλου, τον Πέλοπα. Αυτός, ορμώμενος από την Ήλιδα (τη δυτική επαρχία της Πελοποννήσου, που εκτείνεται από την Αχαία ως τη Μεσσηνία) – η οποία του δόθηκε από τον Οινόμαο ως γαμήλιο δώρο, όταν κέρδισε σε αμαξοδρομία το χέρι της κόρης του, της Ιπποδαμείας – έγινε κύριος του μεγαλύτερου μέρους της Πελοποννήσου και - όπως μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης και ο Πολύβιος – συνετέλεσε στην ανάπτυξη της χώρας.Οι αρχαίες επωνυμίες της Πελοποννήσου ήταν ‘Αργος, Αιγιάλεια, Πελασγία, ‘Απία και Ίναχία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η λαϊκή ονομασία της Πελοποννήσου: Μοριάς. Η λέξη προέρχεται από το μεσαιωνικό Μορέας και αυτό από το μεταγενέστερο ουσιαστικό μορέα (= μουριά, συκαμινιά). Το όνομα δόθηκε σε όλη τη χερσόνησο από μια περιοχή της, όπου καλλιεργούνταν η μουριά.
Μακεδονία
Πρώτος ο Ηρόδοτος χρησιμοποιεί το τοπωνύμιο Μακεδονία, για να ονομάσει τη γεωγραφική περιοχή που βρίσκεται βόρεια της Θεσσαλίας, ανάμεσα στα Βαλκάνια και στην ελληνική χερσόνησο, η οποία κατά την ιστορική της διαδρομή έλαβε ποικίλη έκταση. Μακεδνοί, Μακεδόνες ή Μακέται ήταν οι ονομασίες που χρησιμοποιήθηκαν στην αρχαιότητα για τους Έλληνες της Μακεδονίας. Οι λέξεις προέρχονται από το επίθετο της αρχαίας μακεδνός - γνωστό ήδη στον Όμηρο - που σημαίνει μακρύς, ψηλός (από την ίδια ρίζα και οι λέξεις μάκρος και μήκος). Έτσι, η ονομασία Μακεδονία θα σήμαινε αρχικά τη μακρινή ή ψηλά ευρισκόμενη (δηλ. βόρεια) περιοχή – χώρα.
Ρούμελη
Ονομασία της Στερεάς Eλλάδας (συνήθως με εξαίρεση της Aττικής). Προέρχεται από την τουρκική λέξη Rum ili, που σημαίνει: χώρα των Ρωμαίων, των Ρωμιών, δηλ. των Ελλήνων. Σχηματίστηκε από τη μεσαιωνική λέξη Ρωμιός (εσφαλμένη γραφή: Ρωμηός), εξέλιξη του μεταγενέστερου Ρωμαίος (από την πόλη Ρώμη), ονομασία που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους (5ος αι. μ.Χ.) και μέχρι την πτώση της Κων/πολης (το 1453 μ.Χ.) αποδόθηκε από τους Άραβες και τους Τούρκους στους πολίτες του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, δηλ. του Βυζαντίου. Έτσι, οι Έλληνες ονομάζονταν Ρουμ, Ρωμιοί, η χώρα τους Ρούμελη και το πατριαρχείο ρωμαϊκό. Μετά την άλωση της Πόλης, Ρούμελη ονομάζεται η 'ευρωπαϊκή Τουρκία' και, ειδικότερα, οι ευρωπαϊκές τουρκικές επαρχίες της νότιας Βαλκανικής (πλην του Αιγαίου).
Αιγαίο
Αιγαίον πέλαγος ή Αιγαίος πόντος: ουδέτερο του επιθέτου της αρχαίας ελληνικής αιγαίος, λέξη αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανώς προέρχεται από το ουσιαστικό αίξ, αιγός (= γίδα). Σ’ αυτή την περίπτωση, αιγαίον ονομάζεται ο τόπος με τις πολλές γίδες – προφανώς προτού η ξηρά καλυφθεί με νερά και μεταβληθεί σε πέλαγος! Εξάλλου, αίγες ονομάζονται και τα μεγάλα κύματα, που μοιάζουν με «προβατάκια», ή ακριβέστερα με αγέλη αιγών, οπότε αιγαίον πέλαγος σημαίνει κυματόβρεχτη θάλασσα. Κατ’ άλλους συνδέεται ετυμολογικά με τη λέξη αιγίς (= καταιγίδα), οπότε αιγαίον ονομάζεται ο τόπος που ξεσπούν συχνά καταιγίδες. Άλλοι το συνδέουν με το ρήμα αίσσω (= ορμώ), προφανώς από την ορμή των κυμάτων. Κατά το μύθο το πέλαγος πήρε την ονομασία του από τον Αιγέα, τον πατέρα του Θησέα, ο οποίος ρίχτηκε σ’ αυτό και πνίγηκε, όταν πίστεψε ότι ο γιος του Θησέας είχε σκοτωθεί από τον φοβερό Μινώταυρο, βλέποντας το πλοίο του να επιστρέφει από την Κρήτη με μαύρο ιστίο αντί του λευκού που του είχε υποσχεθεί σε περίπτωση επιτυχίας.
 

Μηνύματα
16.206
Reaction score
3.857
Ευρώπη
Στην Ελληνική μυθολογία, κόρη του Αγήνορος, βασιλιά της Φοινίκης. Ο Δίας την αγάπησε και, παίρνοντας τη μορφή ενός ωραίου ταύρου, την άρπαξε από τη Φοινίκη και την παρέσυρε στην Κρήτη, όπου γέννησε το Μίνωα, το Ραδάμανθη και, σύμφωνα με μεταομηρικές αφηγήσεις, το Σαρπηδόνα. Η ετυμολογία της λέξης αβέβαιη. Πιθανώς σύνθετη λέξη: ευρύς + ώψ (γεν. ωπός = όψη, βλέμμα, πρόσωπο) = «με μεγάλα μάτια», «ανοιχτομάτα». Η ήπειρος Ευρώπη - κατά τους αρχαίους Ευρώπα χέρσος, Ευρώπα χθών ή Ευρώπης πέδον - πήρε, κατά μια εκδοχή, την ονομασία της από τη μυθολογική κόρη του Αγήνορα και ερωμένη του Δία, πράγμα ασφαλώς παράδοξο, αφού αυτή καταγόταν από τη Φοινίκη και, κατά το μύθο, δεν πάτησε ποτέ το πόδι της στην ηπειρωτική Ευρώπη. Κατ’ άλλους η ονομασία ετυμολογικά παραπέμπει στο λευκό και ξανθό χρώμα του σώματος των (αρχαίων) κατοίκων της, ενώ, σύμφωνα με μια τρίτη εκδοχή, πήρε το όνομα ενός, άγνωστου, αρχαίου βασιλιά, του Ευρώπου.
Ευρώπη
Η ονομασία Ευρώπη ήταν άγνωστη στον Όμηρο. Για πρώτη φορά μαρτυρείται στον Ομηρικό ύμνο πρός Απόλλωνα (7ος αι. π.Χ.), όπου είναι μια απροσδιόριστη περιοχή, η οποία, σε γενικές γραμμές, περιλαμβάνει μόνο τη βόρεια Ελλάδα και διαχωρίζεται σαφώς από την Πελοπόννησο και τα ελληνικά νησιά. Ο Ηρόδοτος και οι σύγχρονοί του στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. θεωρούσαν το σύνολο του τότε γνωστού κόσμου ως μία ήπειρο διαιρεμένη σε τρία κύρια μέρη, την Ασία, τη Λιβύη και την Ευρώπη. Η τελευταία οριζόταν νότια από μια μεγάλη θάλασσα, τη Μεσόγειο, τα δυτικά της σύνορα σημαδεύονταν από τις Ηράκλειες Στήλες (το στενό του Γιβραλτάρ) - πέρα από τις οποίες οι Έλληνες σπάνια διείσδυαν - ενώ ανατολικά τη χώριζε από την Ασία πρώτα ο ποταμός Φάσις, που ρέει προς την ανατολική ακτή της Μαύρης Θάλασσας, και στη συνέχεια ο Τάναϊς. Οι Έλληνες δύσκολα εξερεύνησαν πέρα από τη νότια Ρωσία, ενώ η κεντρική και η βόρεια Ρωσία καθώς και η Σκανδιναβία ήταν γι’ αυτούς άγνωστες και μυθικές περιοχές. Η εξερεύνηση της ηπειρωτικής Ευρώπης πραγματοποιήθηκε κυρίως κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, από τους επιθεωρητές του ρωμαϊκού στρατού υπό τον Ιούλιο Καίσαρα και τους στρατηγούς του αυτοκράτορα Αυγούστου.
Πόρος
Από το προσηγορικό ουσιαστικό της αρχαίας πόρος = πέρασμα, διάβαση (πβ. πορεύω/, -ομαι, πορεία, πορθμός…), προφανώς εξαιτίας της θέσης και του ρόλου του νησιού στη συγκοινωνία μεταξύ Αττικής και Πελοποννήσου. Η αρχαία ονομασία του: Καλαύρεια ή Καλαυρία.
Μήλος
Νησί των ΝΔ Κυκλάδων, νότια της Κιμώλου. Η αρχαία ονομασία του (Μήλος) συνδέεται ίσως με το ομώνυμο φρούτο, προφανώς εξαιτίας του σχήματός του. Ο Αλέξανδρος Ρ. Ραγκαβής σημειώνει στο Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας: «… βαθείαν έχουσα εντομήν προς Α, εστίν η νήσος πρός Δ στρογγύλη, και τοιαύτη εξελαμβάνετο υπό των αρχαίων (rotundissima, Pl. IV, 12, 23)? εκείθεν δε και το όνομα αυτής». Ο Αλ. Ρ. Ραγκαβής περιγράφει το νησί ως εξής: «Έστι δε βράχος πορώδης, ον διαβρέχει το θαλάσσιον ύδωρ, εις ου δε τα κυλώματα καίει ηφαίστειον πυρ, δι’ ο και το έδαφος εστίν ευφορώτατον, και διάφορα παράγει ορυκτολογικά προϊόντα…» (ο.π.).
Υδρα
Αρχαίο όνομα (Ύδρα). Ετυμολογείται από το προσηγορικό ουσιαστικό της αρχαίας ελληνικής ύδρα = όφις εν ύδασι διαιτώμενος, νερόφιδο (< ύδωρ = νερό).
 

Μηνύματα
16.206
Reaction score
3.857
Λόγιες Λέξεις

Επιδαψιλεύω
Σημασία: παρέχω (σε κάποιον κάτι) πλουσιοπάροχα, με αφθονία. Λόγια λέξη. Πρόκειται για ρήμα της αρχαίας ελληνικής (επιδαψιλεύομαι: αποθετικό ρ. = δίδω προσέτι, πλουσιοπαρόχως, σπαταλώ, διασπαθίζω/ σπαν. το ενεργητ. επιδαψιλεύω, με σημασία αμετάβατου ρ. = ειμί εν αφθονία ) < επί + δαψιλεύω < επίθ. δαψιλής = άφθονος, πλούσιος.

Συνονθύλευμα
Αρχική σημασία: παραγέμισμα. Κύρια σημασία: συσσώρευση, συγκέντρωση ανόμοιων, ετερόκλιτων πραγμάτων. Συνώνυμη λέξη: σύμφυρμα. Λόγια νεώτερη λέξη (μέσα 19ου αι.), ετυμολογείται από το ρήμα συνονθυλεύω (< σύν + ονθυλεύω = παραγεμίζω – κυρίως με κρέας) = παραγεμίζω, συρράπτω, συμπιλώ.

Αμφιλύκη
Το ημίφως κατά την αυγή (λυκαυγές) ή κατά τη δύση του ηλίου (λυκόφως). Πρόκειται για την αρχ. αμφιλύκη (κατά παράλειψη του ουσιαστικού νύξ = νύχτα) < αμφί (= κατ’αμφότερα τα μέρη, εκατέρωθεν, πέριξ) + *λύκη (απαρχαιωμένη λέξη, που επιβιώνει κυρίως στα σύνθετα) = πρωινό φως, χάραμα. Για τη σημασία του συνθέτου ο Ιω. Σταματάκος σημειώνει: κατά το αμφί δείλην δύναται και το αμφιλύκη να νοηθή ως αμφί την λύκην. Το δεύτερο συνθετικό της λέξης προέρχεται από Ι.Ε. ρίζα *leuk- (= φωτεινός, λαμπρός) Από την ίδια ρίζα ο λευκός και ο λύχνος (= το λυχνάρι) και τα λατινικά luna (-ae = σελήνη) και lux (-cis = φως).

Ρηξικέλευθος
Ο τέμνων, ο διανοίγων οδόν· (μεταφορικά) ο επιχειρών τολμηρώς νέον τι, ο ρέκτης, ο προοδευτικός: αυτός που έρχεται σε ρήξη με το παρελθόν και επιχειρεί τολμηρά κάτι νέο, πρωτοποριακό, ο νεωτεριστής, ο καινοτόμος. Λόγια λέξη που προέρχεται από το ελληνιστικό επίθετο ρηξικέλευθος < ρήξις (< ρήγνυμι = θραύω, σπάζω) + κέλευθος (= οδός, δρόμος).

Θέσφατο
Ουδέτερο του αρχαίου επιθέτου θέσφατος, -ον < θεός + φατός (<φημί = λέγω) = ο υπό του θεού λεχθείς, εξαγγελθείς, ο υπό του θεού προορισθείς, υποδειχθείς. Ως ουσιαστικό: τά θέσφατα = οι χρησμοί. Στερεότυπη έκφραση: θέσφατόν εστι = είναι ορισμένο, γραμμένο. Πβ. ρήμα θεσφατόω, -ώ = είμαι θεόπνευστος, εμπνευσμένος. Η λέξη χρησιμοποιείται σήμερα για να δηλώσει κυρίως λόγο ή γνώμη, που περιβάλλεται από κύρος και σεβασμό, σαν να προέρχεται από το Θεό: ό,τι έλεγε ο δάσκαλος ήταν για μας θέσφατο.[/COLOR]
 

Μηνύματα
16.206
Reaction score
3.857
Αναφανδόν
Λόγιο επίρρημα. Στην αρχαία ελληνική (ήδη στα ομηρικά έπη): αναφανδά και αναφανδόν = φανερώς, καθαρά, δημοσία, πρό των οφθαλμών πάντων. Σημασία: ολοφάνερα, με τρόπο σαφή και ανεπιφύλακτο. Ετυμολογείται από το θέμα του παθητικού αορίστου (ανεφάνην) του ρήματος της αρχαίας ελληνικής αναφαίνομαι = εμφανίζομαι, φανερώνομαι, έρχομαι στο φως, παρουσιάζομαι.

Τύρβη Σημασία: ταραχή, θόρυβος, αταξία, αναστάτωση. Παραπλήσια σημασία είχε η τύρβη (ιων. σύρβη, αττ. τύρβα) των Αρχαίων Ελλήνων: σύγχυση, ταραχή, αταξία, θόρυβος, οχλαγωγία. Αντίθετο του ευκοσμία. Στον Παυσανία: βακχική εορτή και ο κατ’ αυτήν συνήθης χορός. Από την ίδια ρίζα: συρβηνεύς ή συρβηνός = θορυβοποιός. Πβ. και τα λατινικά turba = δίνη, στρόβιλος και turbo = ταράσσω, συγχέω. Από την τύρβη παράγεται το ρήμα τυρβάζω = ανακατεύω, ανακινώ (πβ. τύρβαζε: προτροπή προς μάγειρα!). Στη μέση φωνή: βρίσκομαι σε ταραχή και θόρυβο, συμπιέζομαι, συνωθούμαι.
Κόμμα
Λόγια λέξη. Από το αρχαίο κόμμα (= παν το κεκομμένον, η τύπωσις ή τό χάραγμα νομίσματος), παράγωγο του ρήματος κόπτω. Αξιομνημόνευτη η αρχαία παροιμία «πονηρού κόμματος», για ανθρώπους φαύλους και ανήθικους, η οποία (κατά τον αρχαίο Σχολιαστή) είρηται από μεταφοράς των κιβδήλων νομισμάτων, διά το ολίγον μεν έχειν χρυσόν πλείονα δε χαλκόν! Η πολιτική σημασία είναι μεταγενέστερη και αποτελεί απόδοση αντίστοιχων ξένων όρων (πβ. αγγλ. party κ.τ.ο.).

Αφή Λόγια λέξη: άναμμα· χρησιμοποιείται κυρίως όταν αναφερόμαστε στην τελετουργική διαδικασία κατά την οποία ανάβεται η φλόγα των Ολυμπιακών Αγώνων στην αρχαία Ολυμπία (πβ. η τελετή της αφής της ολυμπιακής φλόγας). Πρόκειται για ουσ. της αρχαίας ελληνικής (αφή = συναρμολόγησις, άναμμα, ψαύσις, ψηλάφησις), το οποίο ετυμολογείται από το ρήμα άπτω (= αγγίζω, πιάνω, ανάβω).
Λαμπαδηδρομία Λόγια λέξη. Αρχαίο αγώνισμα δρόμου με αναμμένες λαμπάδες ή δάδες, κατά το οποίο οι διαγωνιζόμενοι έπρεπε να μεταφέρουν αναμμένους δαυλούς προς το τέρμα, συνήθως στο βωμό του θεού ή της θεάς που γιορταζόταν. Στην αρχαία Αθήνα αποτελούσε μέρος των Παναθηναίων και των γιορτών κυρίως προς τιμήν των θεών της φωτιάς Προμηθέα και Ηφαίστου. Η λαμπαδηδρομία είναι σύνθετη λέξη: λαμπάς, -άδος (= δάδα, πυρσός < λάμπω = παρέχω φως, εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ) + δρόμος.

 

lakiss51

"Επαγγελματίας"
Μηνύματα
11.826
Reaction score
2.427
Απάντηση: ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ;

Giota: η ...κυρα του Νικου (κατα το avatar);"happy_1"

Για την ορθογραφια του "ορθοπε(αι)δικου" εχεις τιποτα;



(προσεξε μην βαλεις και κανενα "ο" αναμεσα!):crazy_3:
 

Μηνύματα
16.206
Reaction score
3.857
Λαμόγιας



Λαμόγιας (ο) ή λαμόγιο (το)

Ο αβανταδόρος (< αβάντ(α) -αδόρος), ο εικονικός αγοραστής, ο κράχτης. Κατ' επέκταση, ο μικροαπατεώνας.

Συχνότερα ως επίρρημα, στη φράση «την κάνω λαμόγια» = εξαφανίζομαι ή δεν παρουσιάζομαι κάπου, με σκοπό να εξαπατήσω κάποιον.

Αβέβαιης προέλευσης. Ίσως από την ισπανική φράση la moya = «η τάδε».
 

Μηνύματα
16.206
Reaction score
3.857
Τσαρλατάνος

Ο αγύρτης, ο απατεώνας, ο κομπογιανίτης (επί ιατρών).

Η λέξη είναι ιταλική: ciarlatano < ρήμα ciarlare (= φλυαρώ).

Έχει υποστηριχθεί ότι συνδέεται ετυμολογικά με τη μεσαιωνική λέξη κερατάς (< κέρατον = ο κερασφόρος, ο φέρων κέρατα), η συνήθης σημασία της οποίας (= απατημένος σύζυγος), κατά τον λόγιο του Βυζαντίου Μιχαήλ Ψελλό, προέκυψε από την παρατήρηση ότι στα κερασφόρα ζώα δεν υπάρχει συζυγική πίστη! (βλ. Φ. Κουκουλέ, Βυζαντ. Βίος 5).
 

Μηνύματα
14.212
Reaction score
1.844
Απάντηση: Re: ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ;

Λαμόγιας ..... Αβέβαιης προέλευσης. Ίσως από την ισπανική φράση la moya = «η τάδε».
Ακριβώς, απο 'κει προέρχεται. Είναι αυτή(ος) που δεν έχει όνομα, που παρουσιάζεται με ψευδώνυμα.
 

Μηνύματα
3.797
Reaction score
0
Απάντηση: ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ;

Giota: η ...κυρα του Νικου (κατα το avatar);"happy_1"

Για την ορθογραφια του "ορθοπε(αι)δικου" εχεις τιποτα;



(προσεξε μην βαλεις και κανενα "ο" αναμεσα!):crazy_3:
Νά ΄ναι καλά ο Μπαμπινιώτης:mad_3: :mad_3:

Την ορθή πέδηση (ορθο-πεδικός) εξ ού Πέδιλον, να έχεις βάση...

την έκανε ορθόν παιδίον (έτσι λεει ο "μέντορας)...
Οοοοοοοξω!!!:mad_3:
 

Maria Pentagiotissa

Επίτιμο μέλος
Μηνύματα
15.781
Reaction score
344
Re: Απάντηση: ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ;

Νά ΄ναι καλά ο Μπαμπινιώτης:mad_3: :mad_3:

Την ορθή πέδηση (ορθο-πεδικός) εξ ού Πέδιλον, να έχεις βάση...

την έκανε ορθόν παιδίον (έτσι λεει ο "μέντορας)...
Οοοοοοοξω!!!:mad_3:
Υπάρχει και η αρχαία λέξη πέζα = πόδι, εξ ού και πεζίζω/πεδίζω = δένω τους πόδας, αλλά και ευθειάζω (επί+πεδο!) Η ετυμολογική σχέση με τον ορθοπεδικό εμένα τουλάχιστον μου βγαίνει μια χαρά...

Ψάχνοντας λίγο τι κρύβεται πίσω από μερικές πολύ συνηθισμένες σύνθετες λέξεις βρίσκει κανείς πολλά!
 

Μηνύματα
4.480
Reaction score
3
Απάντηση: ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ;

Είμαι ανορθόγραφος...:oops:
Την πρώτη φορά όμως που διάβασα ταμπέλα με τη λέξη ΟΡΘΟΠΑΙΔΙΚΟΣ πήγα να σκάσω από τα γέλια.:cool_11:
Μετά έμαθα για διπλή ορθογραφία και κουραφέξαλα.)(
 

Μηνύματα
3.797
Reaction score
0
Απάντηση: Re: Απάντηση: ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ;

Υπάρχει και η αρχαία λέξη πέζα = πόδι, εξ ού και πεζίζω/πεδίζω = δένω τους πόδας, αλλά και ευθειάζω (επί+πεδο!) Η ετυμολογική σχέση με τον ορθοπεδικό εμένα τουλάχιστον μου βγαίνει μια χαρά...

Ψάχνοντας λίγο τι κρύβεται πίσω από μερικές πολύ συνηθισμένες σύνθετες λέξεις βρίσκει κανείς πολλά!
Ο Μπαμπινιώτης τι ....σχέση έχει με το ψάξιμο;;;;:happy_9: :happy_9:

δ,ζ .... πχ. το παιδάκι λέει παιζάκι και ΟΧΙ παιδάκι..:prof:
 

Μηνύματα
16.206
Reaction score
3.857
Σκάνδαλο

Ελληνιστική λέξη σκάνδαλον. Αρχική σημασία: παγίδα για τον εχθρό (πβ. σκανδαλίζω = κάνω κάποιον να σκοντάψει).

Σύμφωνα με τον καθηγητή Μπαμπινιώτη, η σημερινή σημασία της έχει την αφετηρία στη χρήση της λέξης στην Καινή Διαθήκη, όπου είναι επίσης συχνή η συνεκδοχική σημασία «παγίδα, πρόσκομμα» (πβ. Α΄ Ιωανν. ο αγαπών τον αδελφόν αυτού εν τω φωτί μένει, και σκάνδαλον εν αυτώ ουκ έστιν).
 

Costas Coyias

Ημίθεος
Administrator
Μηνύματα
25.732
Reaction score
22.449
Re: Απάντηση: ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ;

Είμαι ανορθόγραφος...:oops:
Την πρώτη φορά όμως που διάβασα ταμπέλα με τη λέξη ΟΡΘΟΠΑΙΔΙΚΟΣ πήγα να σκάσω από τα γέλια.:cool_11:
Εγώ περδικλώθηκα, εξ ου και περδίκλα, το υποκοριστικόν της πέρδικας, δηλαδή πάτησα πέρδικα και παραλίγο να πέσω κάτω. Η φράση "πάτησα γάτα" χρησιμοποιείται καταχρηστικώς αντί της πέρδικας, από τότε που τα τουφέκια έγιναν πιο πολλά από τις πέρδικες, όχι όμως και από τις γάτες, ούτε βέβαια και από τις περδίκλες. Από περδίκλες, άλλο τίποτα...
 

Costas Coyias

Ημίθεος
Administrator
Μηνύματα
25.732
Reaction score
22.449
Πάρτε κι ένα ανώμαλο ρήμα:

Κλάνω, έκλανον, κλάσω, έκλασα, πεπόρδευκα, επεπορδεύκειν.
 

Μηνύματα
3.797
Reaction score
0
Απάντηση: Re: ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ;

Πάρτε κι ένα ανώμαλο ρήμα:

Κλάνω, έκλανον, κλάσω, έκλασα, πεπόρδευκα, επεπορδεύκειν.
έκλασον, κέκλακα, εκεκλάκειν..... (εξ ού και κλακέτες):cool_11:
 

Μηνύματα
16.206
Reaction score
3.857
Κιτρινισμός

Η δημοσίευση, κατά τρόπο ωμό και προκλητικό, σκανδαλοθηρικών θεμάτων, παραποιημένων ειδήσεων κ.τ.ο., με κίνητρα κυρίως κερδοσκοπικά αλλά και πολιτικά.
Ο κίτρινος τύπος αποτελεί υποβάθμιση της δημοσιογραφίας, καθώς θηρεύει και προβάλλει την είδηση που εξάπτει την περιέργεια του κοινού δίνοντας έμφαση στον εντυπωσιασμό, χωρίς να σέβεται την ανθρώπινη προσωπικότητα και τη δημοσιογραφική δεοντολογία.

Η λέξη αποδίδει το αγγλικό yellow press ή journalism.

Συγκεκριμένα, ο όρος συνδέεται με τις λαϊκές εφημερίδες της Νέας Υόρκης τη δεκαετία του 1890 και τις σαφείς ιμπεριαλιστικές τάσεις που εξέφραζαν. Τη δεκαετία του 1890, ξέσπασε «πόλεμος» για τη διεκδίκηση της μεγαλύτερης κυκλοφορίας, ανάμεσα στις εφημερίδες New York World του Τζόζεφ Πούλιτζερ και New York Journal του Ράντολφ Χηρστ. Οι εφημερίδες ενεπλάκησαν σε έναν ανταγωνισμό για την κατάκτηση των αναγνωστών με κύριο όπλο τη σκανδαλώδη δημοσιογραφία και επιστρατεύοντας κάθε μέσο: μεγάλες δόσεις δολοφονιών και σεξ, πηχυαίους τίτλους και έγχρωμα ένθετα.

Ο Πούλιτζερ κυκλοφόρησε το πρώτο του κόμικ, Τhe Yellow Kid (Το κίτρινο παιδί), σε σκίτσα του Ρίτσαρντ Άουτκολτ. Το κόμικ αυτό, που τυπωνόταν με κίτρινο μελάνι, έγινε πάρα πολύ δημοφιλές και χαρακτήρισε τις λαϊκές «φυλλάδες» τις εποχής.
 

Μηνύματα
16.206
Reaction score
3.857
Επιμανίκια

Περιδένονται στα χέρια των κληρικών (όλων των βαθμίδων) πιο πάνω από τον καρπό, έτσι ώστε να συγκρατούν τα άκρα του στιχαρίου μαζί με τα υπόλοιπα άμφια. Συμβολίζουν τα δεσμά του Χριστού όταν τον οδηγούσαν στον Πόντιο Πιλάτο, αλλά και την παντοδυναμία του θεού και των Τίμιων Δώρων που προσφέρονται από τα χέρια εκείνων που φορούν τα επιμανίκια.

Η λέξη είναι σύνθετη επί + μανίκι. Η λέξη μανίκι παράγεται
 

Μηνύματα
16.206
Reaction score
3.857
Καμιλαύκι

Το μαύρο κάλυμμα που φορούν στο κεφάλι οι ορθόδοξοι ιερείς, όταν βρίσκονται σε εξωτερικό χώρο. Η λέξη κατά τη βυζαντινή εποχή είχε τη μορφή καμηλλαύκιον, το οποίο προέρχεται από το λατινικό camellaucium, που παράγεται από το camella, που σημαίνει ποτήρι, λόγω του σχήματός του.

Η λέξη συναντάται εσφαλμένα είτε ως καμηλλαύκι (παρετυμολογική σύνδεση προς το καμήλα, λόγω ομοιότητας των λατινικών λέξεων camella=ποτήρι και camelus=καμήλα) είτε ως καλυμμαύκι (παρετυμολογική σύνδεση προς τη λέξη κάλυμμα + αυχένας), γι' αυτό προτιμάται η απλούστερη μορφή καμιλαύκι (Μπαμπινιώτης).
 


Staff online

ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ

Threads
175.094
Μηνύματα
3.000.940
Members
38.409
Νεότερο μέλος
Lp's21
Top